«O τόπος που μεγάλωσα κρυφό παράπονο έχει... που η
θάλασσα δε δέχτηκε το χώμα του να βρέχει…» λέει ένα τραγούδι του Θανάση
Παπακωνσταντίνου.
Το χωριό μας δεν ξέρω αν έχει παράπονο που δε βρέχεται
από θάλασσα, αλλά σίγουρα είναι ένας τόπος κρεμασμένος θαρρείς πάνω στα
κατσάβραχα. Τόπος σκληρός, απλός, λιτός, χωρίς φκιασίδια, που ο άνθρωπος δεν
ξεκουράζεται εύκολα. Εδώ θα παλέψει θέλει δε θέλει. πρέπει να
δαμάσει τα στοιχεία της φύσης και τον τόπο.
Ο ήλιος, ο αγέρας και
προπαντός το χιόνι μοιάζουν να τον χτυπούν αλύπητα με δύναμη και ορμή
μιας και δεν προφυλάσσεται από το ανάγλυφο του εδάφους. Για να μερέψουν αυτή τη
γη παίρνουν οι άνθρωποι την πέτρα και χτίζουν σπίτια, δροσερά το καλοκαίρι και
ζεστά το χειμώνα, «ανταμικά», το ένα κολλημένο με το άλλο, για να προστατευθούν
κάπως από τα βορίσματα του χιονιά αλλά και την κάψα του ήλιου τα μικρά
καλοκαίρια.
Αχ αυτή η πέτρα! πόσες φορές την έπιασε στα χέρια για να
κάνει τον τοίχο του (ουμπόρλου-στίζμα ) στο σπίτι ή στο αμπέλι. Πόσες πλουάτσες
(ίσιες λεπτές πέτρες-πλάκες) έστρωσε στο πάτωμα του σπιτιού, στην αυλή, στο
καλντερίμι (κουσιτσίκα) και πόσες ακόμη ανέβασε πάνω στην σκεπή. Όλες μπήκαν
από χέρι μαστορικό με τάξη και αρμονία, η μία πάνω στην άλλη, η μία δίπλα στην
άλλη με σφήνες ή χωρίς, δεμένες μεταξύ τους με χώμα, ξύλο, σίδερο αλλά και
υπακούοντας στους νόμους της βαρύτητας.
Πόση περισσότερη εύφορη γη απέκτησαν οι παππούδες μας με
τα ουμπουάρια και τα στίζματα στα χωράφια από εκεί που το μέρος ήταν μόνο για
να σπέρνεις λαμπογυάλια! Πόσες γουστουρίτσες (σαύρες) χάθηκαν μέσα στα
ανοίγματα των τοίχων και πόσα πολύτιμα μυστικά, κρύφτηκαν μέσα στις φουρίδες! Πόσο
χιόνι σήκωσαν αυτές οι γκρίζες πέτρες της σκεπής, πόσες χαρές και λύπες άραγε
να κράτησαν μέσα τους αυτά τα κτίσματα για να μην γίνουμε πιργέλιου (περίγελος)
στο χωριό! Κανείς μας ποτέ δε θα το μάθει.
Τι ωραία που γυάλιζαν
μετά το ξέπλυμα της βροχής οι γκρίζες πέτρες, έχοντας μέσα τους εκείνους
τους μικρούς κόκκους σαν γυαλί, να λαμπιρίζουν με το λίγο φως του ήλιου. Τα
σοκάκια και οι στέγες στολισμένες κου πούσκα αλι κ΄τους (ξίδι της γάτας –είδος
φυτού) φιξέσκου (λάμπουν) και έχουν δημιουργήσει μια από εκείνες τις εικόνες
που με το πέρασμα των χρόνων μπορεί πλέον να μην υπάρχουν στο σήμερα, αλλά
μένουν αναλλοίωτες στην καρδιά των παιδικών μας αναμνήσεων.
Η πέτρα ήταν ό,τι το πιο πλούσιο και σε περίσσευμα είχε ο
τόπος μας.
Με πέτρες και χώμα χτίσανε οι άνθρωποι τα σπίτια τους για
να προστατευθούν, έστρωσαν τους δρόμους για να περπατούν, φτιάξανε αναβαθμίδες
στα αμπέλια και τα χωράφια για να έχουν περισσότερη γη για να τραφούν. Κάνανε
όμως και βρύσες για να ξαποσταίνουν και εκκλησιές για να προσεύχονται .Όλα
γίνανε μ’ αυτό που η φύση χάριζε απλόχερα μα και με κόπο μιας και ήθελε νίλα
για να βγει από τα σπλάχνα του βουνού.
Κι οι Λιβαδιώτες την τίμησαν όμως την πέτρα. Της έδωσαν
όνομα για την κάθε της μορφή, σχήμα και χρήση. Δεν ξέρω αν μπορούν να
μεταφραστούν όλων των ειδών οι πέτρες από τα βλάχικα στα ελληνικά. Βλέπετε
έχουμε την κιάτρα (πέτρα), το τρόχαλο, το μπιζμπίλιο, το στουρνάρι, την
πλουάτσα. Ολόκληρη γειτονιά το κιτραμάνου πήρε την ονομασία του από την πετρώδη
περιοχή που βρίσκεται, και τα πιο επιβλητικά βράχια πάνω από το χωριό τα δώσανε
και αυτά όνομα, Μπιστιριές. Ο ακούραστος και εκλεκτός συμπατριώτης μας
καθηγητής κ. Κώστας Προκόβας στο βιβλίο του «Τα τοπωνύμια του Λιβαδίου»
κατέγραψε τις περιοχές Κιάτρα αλι Αρινάκ, λα κιάτρα τσι αρόσα , κιάτρα τσια
πιτρούμτα, κιάτρα τσια λάια, και μερικές ακόμα.
Η πέτρα, σαν το πιο πρόσφορο και σε αφθονία υλικό,
χρησιμοποιήθηκε για πλήθος άλλες χρήσεις. Τι θα κρατήσει την μπλάνα (φέτα) από
τυρί στο δοχείο μέσα στο γάρου (άλμη), τι θα πιέσει τις μελιτζάνες για το
τουρσί; Μα φυσικά μια πλουάτσα. Ποιος θα κρατήσει μια πόρτα να μην τη σπάσει ο
αέρας, ένα τρόχαλο. Από τι άλλο θα μπορούσε να φτιαχτεί το τουμπέκι μιας άλλης
εποχής για το στούμπισμα παρά μόνο από μια καλοσχηματισμένη πέτρα.
Μα και για τα παιδικά παιχνίδια τι πιο προσιτό και
ευτελές θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εκτός από τις πέτρες. Πετροπόλεμος
ανάμεσα σε γειτονιές, μάζευες από τριγύρω σου άφθονα πολεμοφόδια στη στιγμή.
Μάλωσες με κάποιον ή διαφώνησες στο παιχνίδι σκύβεις έτσι απλά βουτάς ένα
μπιζμπίλιου και τρέχει ο άλλος με ενθύμιο μια μπίσκα (καρούμπαλο) στην
κουρκουμπέτα (κεφάλι). Πέτρες για τα μπίλια, μια πέτρα για το φίτσιου, πέτρες για
τα επιτραπέζια της εποχής πάνω στο τσιμέντο όπως η τριάδα οι κλέφτες και
αστυνόμοι ή τα σκυλιά και λύκοι. Και η παιδική σφεντόνα με τι άλλο θα μπορούσε
να κάνει βολή εκτός από μια μικρή στρογγυλεμένη κιτριτσίκα (πετρούλα). Και για
το αγαπημένο ποδόσφαιρο οι πέτρες θα επιστρατευθούν να παίξουν το ρόλο των
δοκαριών και της εστίας.
Ένα υλικό όπως η πέτρα, με το οποίο έρχεσαι σε καθημερινή
επαφή τι ανγκιάδιτσι ντι ν΄σ (σκοντάφτεις από αυτή) και σε τόσες μεγάλες ποσότητες, δε θα
μπορούσε να μη χρησιμοποιηθεί για να προσδώσει και κάποια από τις ιδιότητές της
για τους χαρακτήρες και τη φύση των ανθρώπων.
Ιάστι τρόχαλου
(είναι πέτρα-δεν καταλαβαίνει), κάπου ντι τρόχαλου (κεφάλι από πέτρα-αγύριστο
κεφάλι), νου αρίκ τρουάχαλι (μην λες βλακείες), νου αρίκ κέτσρι του ζουρβάλ
(μην πετάς πέτρες στην λίμνη με νερό –μην λες χαζομάρες), μάντζα ν κ τζού κα
κιάτρ πρ στουμάχι (το φαγητό μου έπεσε
σαν πέτρα στο στομάχι), τσούπλου-όμλου ιάστι κα κιτρτσίκ (το μωρό-άνθρωπος είναι σαν
πετρούλα-σφιχτό όχι πλαδαρό), νου λια ντι χμπάρι ιάστι στουρνάρι (δεν
καταλαβαίνει είναι στουρνάρι), είναι μόνο κάποιες από τις εκφράσεις σε σχέση με
την πέτρα που μπορούν να περιγράψουν τι σόι είναι ένας από τους ανθρώπους του
χωριού.
Οι πέτρες για τα μικρά παιδιά έχουν και μεταφυσικές και
παγανιστικές ιδιότητες. Αν οι σταγόνες τις βροχής διακόψουν το παιχνίδι τότε
κάνοντας πολλά «καλυβάκια» από πέτρες
όρθιες που η μια στηρίζει την άλλη η βροχή είναι σίγουρο πως θα υπακούσει στα
κελεύσματα και τις λιτανείες των μικρών μάγων και θα αποχωρήσει αφήνοντάς τους
να συνεχίσουν το όποιο παιχνίδι ξεκίνησαν.
Οι μεγαλύτερη σε ηλικία την τίμησαν και την τραγουδήσουν. «Στην πέτρα κάθεται ο γαμπρός …»
τραγουδάει ο κουρέας όταν ξεκινά του ξύρισμα του γαμπρού. Σέρνουν το χορό στα
τρία καλοτυχίζοντας τον Γιαννάκη να χει καλή γυναίκα να χει και αδερφή «Κάτω
στην άσπρη πέτρα…».
Κάποτε ένα καλοκαιρινό βράδυ βολτάρουμε στο πλακόστρωτο
του Κιόσκι με την παρέα. Ο πιο φευγάτος της παρέας λέει:
- Κάθε
τόπος έχει τα στολίδια του, την προίκα του και αυτά φροντίζει να αναδεικνύει.
Το Παρίσι έχει τον πύργο του Άιφελ, η Αθήνα την Ακρόπολη, η Θεσσαλονίκη τα κάστρα
και τον Λευκό Πύργο και αυτά τα αξιοθέατα τα φωτίζουν για να τα θαυμάζει ο
κόσμος και τη νύχτα. Εμείς τι έχουμε; Τρόχαλα, κέτς΄ρ , έ αυτές και φωτίζουμε
και δείχνει τις Μπιστιριές!!!!!!!!!
Πάντα ο νους μου θα γυρίζει εκεί στον πιο όμορφο τόπο, στον
τόπο μου!!!
Γιώργος Αθ. Μητώνας
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΙΒΑΔΙ στο φύλλο 64
Φεβρουάριος –Μάρτιος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου