ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ «ΕΝΑ ΜΑΓΑΖΙ ,ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ,ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ….»

Για όσους από εμάς έχουμε ζήσει και μεγαλώσει στο Λιβάδι  θα ξέρουμε ότι οι χειμώνες στο χωριό για τα μικρά παιδιά δεν είναι και ότι καλύτερο. Ναι μπορεί από τις φουρτούνες να γλίτωνες κάποιες μέρες το σχολείο, να έκανες και λίγο «αρούδικου»  (τσουλήθρα) και να αποκτούσες καμιά «μπίσκα» (καρούμπαλο) παραπάνω, αλλά δεν μπορούσες  να «πλαλάς» όλη την ημέρα  σαν τζίτζιας  έξω στο κρύο. Αν ο χειμώνας κρατούσε λίγο  « π’ρτσ΄κι σι ι φα꨻ (κομμάτια να γίνει), έλα όμως που τις περισσότερες φορές  ήταν βαρύς και μακρύς.
Στα σπίτια μας  δεν υπήρχαν παιχνίδια αγορασμένα ή υπολογιστές με ίντερνετ για να σε κρατήσουν μέσα.  Οι  λύσεις λοιπόν που υπήρχαν τις κρύες μέρες του χειμώνα για τους περισσότερους από εμάς ήταν  δύο:
 Η πρώτη ήταν να μείνεις σπίτι και να εφεύρεις παιχνίδια με τον αδερφό σου, να σου πει μερικές ιστορίες ο παππούς με την γιαγιά  ή να σε κυνηγήσει με την παντόφλα η μάνα γιατί θα έχεις κάνει καμιά στρ΄μπτιάτσα (ζαβολιά).
Η δεύτερη λύση ήταν ο θείος  Αριστοτέλης. Το στενόμακρο μαγαζάκι  που σήμερα βρίσκεται το καφενείο του Μάκη του Ντάμπου ήταν «η φωλιά» το «άσυλο» για τις κρύες μέρες κυρίως του χειμώνα χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει την χρησιμότητα του για το καλοκαίρι. 

Το μαγαζί του θείου Αριστοτέλη άνοιξε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ο Γιάννης Καρράς και λειτουργούσε σαν βιβλιοπωλείο. (Σκεφτείτε ότι πριν κάποια χρόνια στο Λιβάδι ανοίγανε βιβλιοπωλεία και σήμερα κλείνουν τα σχολεία).  Κάθε πρωί το χειμώνα ο θείος Αριστοτέλης ξεπρόβαλλε από το γκιριζίκα (στενάκι) που έχει πίσω από το σπίτι του  μπάρμπα Αντώνη του Τσάπου κρατώντας στο χέρι ένα δεμάτι  ξύλα για να ζεστάνει τον χώρο του μαγαζιού.
Μόλις έμπαινες  στο μαγαζί  αριστερά, είχε μεγάλες βιτρίνες με διάφορα είδη από κολόνιες και αφρούς ξυρίσματος μέχρι είδη δώρων και παιχνίδια. Στο πάτωμα τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο τα τελάρα με τα αναψυκτικά που χρησιμεύουν και ως κάθισμα για τους λιλιπούτειους πελάτες. Δεξιά ήταν στην σειρά κουτιά με γαριδάκια  φοφίκο ,  μπόζο  και πακοτίνια. Πάνω στον μεγάλο πάγκο πίσω από τον οποίο καθόταν ο θείος Αριστοτέλης ήταν απλωμένα όλα τα καλούδια της εποχής. Τσίχλες στιμορόλ, σοκοφρέτες, καραμέλες κόκκος και «κουκουταράκια».  Στο διάδρομο που έμενε γινόταν  πατείς με πατώ από πιτσιρικάδες που έπαιζαν «πατινή και βούχνεις» ή «φίες» (παιχνίδι με χαρτάκια –φωτογραφίες). Άλλοι έπιναν ένα αναψυκτικό έχοντας κάνει μια τρύπα στο καπάκι με ένα καρφί και ρουφούσαν  με κάτι ίσια και ψηλά καλαμάκια το περιεχόμενο.
Πιο πέρα στην άκρη του δεξιού πάγκου και δίπλα στην σόμπα υπήρχε ένα άδειο τραπέζι για να τυλίγει ο μαγαζάτορας τα προϊόντα, όμως  χρησιμεύει από τους μεγαλύτερους σε ηλικία για το «σπίρτο». (Σπίρτο …δημοφιλές παιχνίδι εκείνης της δεκαετίας κατά το οποίο στερεώνοντας στην άκρη του τραπεζιού ένα κουτί σπίρτα να προεξέχει λίγο η άκρη του και με την φωτογραφία να κοιτά προς τα κάτω, «χτυπάμε» με το μεγάλο δάχτυλο το κουτί να κάνει «σβούρα». Αν το κουτί σταματούσε με την μεριά τις εικόνας κέρδιζες ένα βαθμό ,αν σταματούσε με την μακριά πλευρά κάθετα πέντε βαθμούς και αν καθότανε όρθιο κάθετα στην μικρή πλευρά έφερνες «κούκου» έπαιρνες δέκα βαθμούς). Ήταν ένα παιχνίδι απλό εύκολο και κατανοητό από όλους που παιζόταν κυρίως με στοίχημα σοκολάτες για τον κερδισμένο .Συνήθως παίζανε δύο και δέκα τους κοιτούσαν φωνάζοντας και στηρίζοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλον.
Λίγο πιο πίσω δυο - τρείς χαζεύανε τα σχολικά είδη που ήταν απλωμένα στον πιο πίσω πάγκο και τα ανακάτευαν. Ο θείος Αριστοτέλης μόλις αντιλαμβανόταν  πως γινόταν  «χάβρα Ιουδαίων», σύμφωνα με δική του έκφραση και αφού έβλεπε  πως οι φωνές του και τα κοσμητικά επίθετα του τύπου « βρέ  χασαποτεμπελοκοπρόσκυλα θα καθίστε φρόνιμα»  δεν έπιανα τότε έβαζε τα μεγάλα μέσα. Δίπλα του έχει τον πήχη και απλώνοντας  το χέρι έριχνε  μια ελαφριά μπάτσα στο  πιο στραβόξυλο. Εννοείται πως το χτύπημα είναι σχεδόν χάδι αλλά πρέπει και κάπως ο καημένος να επιβάλλει την τάξη σε καμιά τριανταριά στρ΄μπίκους (στραβοξυλάκια) που είχαν γεμίσει το μαγαζί . Έπρεπε να ηρεμήσουν λίγο τα πνεύματα μια που  στο μαγαζί έχει μπει να ψωνίσει κάποια γυναίκα τσιλέδες. Ζητάει το 706 πράσινο και το 812 βύσσινο και συμπληρώνει –«ουλάι ουλάι μπαρμπα-Τέλη τσί ντρ΄μπόλιου άι αουά..(αμάν αμάν μπαρμπα-Τέλη τι πανικός γίνεται εδώ.)
Ο θείος Αριστοτέλης εξυπηρετούσε πάντα χαμογελώντας, βλέπετε μας αγαπούσε όλους σαν παιδιά του και μας μάζευε  στο ζεστό του μαγαζί έστω και αν δεν είχαμε δραχμή στην τζέπη, έστω και αν με τις αταξίες μας κάποιες φορές τον στεναχωρούσαμε . Εκείνος  πάντα μας υποδεχόταν με το χαμόγελο στα χείλη.
Ο θείος Αριστοτέλης ήταν αυτός που θα έφερνε τον Σεπτέμβριο που άνοιγαν τα σχολεία τα καινούρια σχολικά τετράδια και τα νέα σχέδια από  σβήστρες και ξύστρες ,τα Χριστούγεννα φωτάκια και στολίδια, τις απόκριες νέα σχέδια από μάσκες και πιστόλια με καψούλια, και το καλοκαίρι τα νεροπίστολα ανοίγοντας γουρλωμένοι τα μάτια για το κάθε καινούριο που φέρνει .
Με τα σπόρια του θείου Αριστοτέλη όμως θα βγάλουμε το καλοκαίρι τις νυχτερινές βόλτες στον κεντρικό δρόμο ή στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου ή του δημοτικού σχολείου.
Ήταν και μάστορας ο θείος Αριστοτέλης . Όποιος τον είδε να γεμίζει ή να περνάει πέτρες σε αναπτήρες καταλαβαίνει τι εννοώ όταν δοκιμάσει και ο ίδιος να τα κάνει.
Ήταν  όμως πολύ καλός αμπελουργός από ότι λένε και πηγαινοέρχονταν με το γουμ΄ρίκου (γαϊδουράκι) του όπως και οι περισσότεροι εκείνη την εποχή. Στο πόστο του όταν έφευγε άφηνε την γυναίκα του την θεία Ξανθίππη. Τότε τα πράγματα άλλαζαν, ήμασταν όλοι αγγελούδια, ούτε φασαρίες, ούτε φωνές, τίποτα. Η θεία Ξανθίππη φορούσε τα γυαλιά της και με το τσιγγελάκι της έπλεκε χωρίς να της δημιουργούμε το παραμικρό πρόβλημα .
Λίγα χρόνια πιο μετά γύρω στο 90 το μαγαζάκι μετακόμισε πίσω από το δημοτικό σχολείο εκεί που σήμερα είναι η αίθουσα της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου. Είχε χάσει όμως νομίζω την αίγλη του ή εγώ είχα μεγαλώσει και δεν πολυπήγαινα πάντως σε λίγα χρόνια ο θείος Αριστοτέλης έκλεισε και βγήκε στην σύνταξη.
Κάθε καλοκαίρι κυρίως τον συναντούσα στη σκιά έξω από την  κοινότητα, με θυμόνταν κάθε φορά που του μιλούσα και χαμογελώντας με χαιρετούσε και εκείνος. Πριν λίγο καιρό έμαθα πως «έφυγε» από την ζωή ακολουθώντας την σύντροφό του την Ξανθίππη που «έφυγε» λίγο νωρίτερα .
Οι αναμνήσεις και η ζεστασιά που μας περιέβαλε ο θείος Αριστοτέλης όμως δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν όταν θα γυρίζουμε στα μονοπάτια των παιδικών μας χρόνων….
Καλό ταξίδι θείο Αριστοτέλη ….






Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΙΒΑΔΙ τεύχος 59 Απρίλιος -Μάιος 20114

Γιώργος Αθ. Μητώνας

1 σχόλιο:

  1. Καρασΐσκου Μαρία7 Ιουλίου 2014 στις 11:08 π.μ.

    Μπράβο Γιώργο!!! Ακόμη και γω σαν κορίτσι και μάλιστα απο τα κουτουράνια... έχω πολλές αναμνήσεις!!!
    Ο Θεός να τους αναπαύσει!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή