ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.

Ας κάνουμε στην αρχή τις απαραίτητες διευκρινήσεις για να μην έχουμε πρόβλημα παρακάτω. Λοιπόν οι θέσεις, οι απόψεις και το πώς βλέπω το ζήτημα είναι καθαρά προσωπικές και δεν έχουν σε καμία περίπτωση σκοπό να θίξουν ή να μειώσουν πιθανόν κάποιους ανθρώπους. Απλά με κάπως χιουμοριστικό τρόπο θα σχολιάσουμε μια κατάσταση σαν να πίναμε όλοι  μαζί ένα τσιπουράκι κάτω από τον πλάτανο λέγοντας και μερικές νταρντανέλες (χαζομάρες).
Η παροιμία παπούτσι από τον τόπο σου, κι ας είναι μπαλωμένο, θέλει να μας πει πως  ο γάμος με συγχωριανή-ό  έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από το γάμο με ξένη-ο. Έχω την εντύπωση πως για πρακτικούς αλλά και για άλλους πολλούς και διάφορους λόγους η παροιμία ισχύει στο ακέραιο.


Ας πάρουμε τα πράγματα λοιπόν από την αρχή. Ήρθες στη μεγάλη πόλη και γνώρισες την κοπέλα της ζωής σου. Πας σπίτι της να κοιμηθείς, ξεντύνεσαι και σε βλέπει με το άσπρο «Μινέρβα» σλιπάκι. Δε θα λυθεί στα γέλια, τι λέτε; Αν η κοπέλα έχει μεγαλώσει σε πόλη και σε δει με το λευκό που αστράφτει θα γελάει η κακομοίρα για καμιά βδομάδα. Και άντε το πέρασες αυτό, ξυπνάς το πρωί να κάνεις τον καφέ σου, ανοίγεις τα ντουλάπια πουθενά ο τζιζβές. Ρωτάς την κοπελιά «που είναι, Θωμαή, ο τζιζβές»; Σε κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω, γουρλώνει τα μάτια και προσπαθεί να καταλάβει τι ζητάς. Άντε εσύ τώρα να της εξηγήσεις πως ψάχνεις το μπρίκι. Μπαίνεις στο μπάνιο να κάνεις ένα ντουζάκι, ξεπλένεσαι απ΄ τις σαπουνάδες, πας να πάρεις το πισκίρι, πουθενά. Φωνάζεις « Χάιδω φέρε με ένα πισκίρι…» Περνά κανα δίλεπτο, τίποτα. Εσύ κάθεσαι και περιμένεις. Ξαναφωνάζεις πιο δυνατά και πιο αγριεμένα: «το πισκίιιιριιιι!…» Τίποτα, αναγκάζεσαι και φωνάζεις πιο αγριεμένα, ζγκιλιέστι (γαυγίζεις) «Ρεεεε το πισκίρι!»  και συμπληρώνεις και κάτι για Χριστό ή την Παναγία αλλά μέσα από τα δόντια σου μην τα ακούσει και όλα η «άλλη». Και όλη αυτή την ώρα η κοπέλα είναι έξω από το μπάνιο και αναρωτιέται: Τι θέλει τώρα ο βλάχος, ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που τον συνάντησα. Που να πάει ο νους της να σου φέρει μια πετσέτα …
Και να ήταν μόνο αυτά… Σου λέει κάποια μέρα «αγάπη μου, θα κάνω φασολάδα σήμερα». Χαρά εσύ που θα φας φασολάδα, παίρνεις και μια ρέγκα από το μπακάλικο και κάθεσαι με όρεξη στο τραπέζι. Φέρνει το πιάτο μπροστά σου και τι να δεις, φασόλια με άσπρο ζουμί. Τι έγινε, ρωτάς, δεν είχαμε σάλτσα, γιατί δεν μου είπες να φέρω ρε μωράκι μου; Όχι, σου λέει, έχουμε σάλτσα αλλά τα φασόλια εμείς έτσι τα τρώμε χωρίς σάλτσα!!!!!! Μετά από κανα δύο μέρες γυρίζεις στο σπίτι και κάτι παράξενο σου μυρίζει. Τι θα φάμε ρωτάς και αρχίζει και σου λέει: Χαψία (μικρές πίτες με ψάρι), Ωτία (τηγανισμένα πιτάκια με κιμά σε σχήμα αυτιού) και Μπορτς (κρεατόσουπα με λάχανο).
-        Λέλε μάμα που είσαι να έτρωγα ένα αρόστου, μια φαρνάσα, δυο κιφτέδες από αυγά  …
Και αφού πέρασαν λίγο τα χρόνια, έρχεται η ώρα για το γάμο. Και ο γάμος, ως γνωστόν, γίνεται στον τόπο της νύφης. Άντε τώρα πάρε λεωφορείο από Λιβάδ,ι βάλε τους θείους και τους παππούδες μέσα και πήγαινέ τους να χαρούν και να χορέψουν ακούγοντας ποντιακά, θρακιώτικα ή ό,τι άλλα ακούσματα έχουν στον τόπο της νύφης. Γίνεται γάμος χωρίς να παίξουν τα όργανα μπροστά «Που είναι η νύφη μας» ή το « Κατερινιώτκο» για να ανάψει το γλέντι και τέλος ένα «ξεχωριστό» για να λήξει ο γάμος; Και έπειτα έρχονται τα βαφτίσια, ντε τώρα να έχεις κανέναν πεθερό που να τον λένε Βάϊο, Γιακουμή η  Θρασύβουλο και την πεθερά Σουμέλα, Κερασιά ή Μοσχούλα. Να σταματάει ο άλλος το παιδί στο δρόμο και να το ρωτάει: «πως σε λένε εσένα μάνα;» Και να λέει το παιδί «Βάϊο Μητώνα ή Σουμέλα Μητώνα» αν είναι κορίτσι. Άντε να πάρει ντάρα ο καημένος ο θείος τίνος παιδί είναι. Μόνο που σε σώζει το επίθετο και θα πει με το νου του «Κουνουσκούι ιάστι αλου ατσέλου αλου Μητώνα τσι λο γκριάκα» (κατάλαβα είναι αυτουνού του Μητώνα που παντρεύτηκε ξένη).
Κι αν περάσουν και λίγα χρόνια από το γάμο, τότε χαιρέτα μου τον πλάτανο, της πλατείας βέβαια. Θα το βλέπεις το πλατάνι με το μακαρόνι. Και όταν θα ανεβαίνεις για κανένα βράδυ το πολύ το Δεκαπενταύγουστο μόλις θα ακούς να παίζουν τα κλαρίνα «Τα έρημα τα ξένα» θα ανεβαίνει ένα νόντου (κόμπος) στο λαιμό και τα τσίπουρα θα πηγαίνουν λάκα (μονοκοπανιάς) έστω και αν είσαι παντρεμένος δυο ώρες δρόμο από το Λιβάδι. Και θα κατεβάζεις τη βράκα κάτω και θα σε ξαναφέρει η «νβιάστα» (νύφη) σου στο χωριό μετά από δυο - τρία χρόνια. Και μιας και είπαμε για απόσταση από το Λιβάδι ντε να σε κάνει η τύχη και να πάρεις καμιά από ξένο κράτος. Να είσαι παντρεμένος με οικογένεια στην Αφρική ή στην Αυστραλία ή στην Νότια Αμερική. Να γιορτάζεις το Δεκαπενταύγουστο μες την καρδιά του χειμώνα και να λες «όρε πέρυσι το Δεκαπενταύγουστο μια φουρτούνα που  είχαμε, κάτι νβάια και ένα αρούδικου» και να μην πηγαίνει με τίποτα η γλώσσα. Αμ τα Χριστούγεννα να στέλνεις τα παιδιά για κόλιντα σε κανέναν πατριώτη και να τα μαλώνεις γιατί δεν έβαλαν πολύ αντηλιακό και μετά να σκας από τη ζέστη και να μη θες να βγεις από τη θάλασσα (μούλτου σπάνια) την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Να ακούς ξαφνικά κουδούνι και εσένα να έρχονται στο νου σου τα Μπαμπαλιούρια. Φρμάκου (φαρμάκι), δε σας λέω τίποτα άλλο.
Και θα περνάνε τα χρόνια και όλο πιο αραιά θα τρως πίτα από βιάρτζα (τσουκνιδόπιτα) ή κρεατόπιτα την πρωτοχρονιά, και θα σου λείπουν τα μπατζαβούσα και λίγο κουλιάσου ή λίγο κρέας πρόβειο, καμιά νουάτινα ή λίγο κεμπάπι από ζυγούρι. Και τα χρόνια θα περάσουν και θα σου δώσουν και τα λουλούδια αγκαλιά και θα βλέπεις και τα κυπαρίσσια ανάποδα σε κανένα μέρος μπρούχαβο (χαλαρό), και όχι στον  Άγιο Γιάννη ή την Αγιά Παρασκευή στην Τζιάνα (στο ύψωμα).
Δύσκολο πράγμα πάντως να παντρευτείς με ξένο άνθρωπο, εκτός Λιβαδίου εννοώ. Οι Λιβαδιώτισσες γυναίκες, να σκεφτείτε, σε άλλη εκκλησία παντρεύονται και αλλάζουν ενορία και τους έρχεται αντούχου (ζόρι) όχι να αλλάξεις τόπο, τι λέτε τώρα, φόβιου λουγουρίι ( φοβερό πράγμα)! Ευτυχώς είμαι τυχερός που πήρα παπούτσι από τον τόπο μου γιατί ποιος ξέρει τι ντ΄νγκινίρι (σκάνιασμα) θα έτρωγα όλα τα χρόνια.
Βέβαια τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Υπάρχουν και πολλές μα πάρα πολλές εξαιρέσεις. Έχει κάτι ξένες νύφες ,όμως  «ντι του γκούβ» (από την τρύπα)  που κάποιες δικές μας χίρσες δεν πιάνουν μια. Σε όλες αυτές τις Λιβαδιωτόπληκτες τι να πεις. Χαρά στο κουράγιο τους και την υπομονή τους,  που μας ανέχονται εμάς τους χουιλ΄τκους (με πολλά χούγια) Λιβαδιώτες.
Και πάνω που λες πως «ε τα πράγματα είναι και έτσι και αλλιώς», πάντα υπάρχουν δύο όψεις σε κάθε νόμισμα, μαθαίνεις και την άλλη παροιμία που υπάρχει, και εδώ τελειώνουν όλα:
«Παρθένα από τον τόπο σου και ας είναι και ραμμένη…»

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΙΒΑΔΙ αριθμ. φύλλου 63
Δεκέμβριος 2014-Γενάρης 2015
Γιώργος Αθ. Μητώνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου