ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ ΑΟΥΑ ΧΙΜ ΤΟΥ ΘΑΛΑΣ…



ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ

ΑΟΥΑ ΧΙΜ ΤΟΥ ΘΑΛΑΣ…
(ΕΔΩ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ..)
Πριν λίγες ημέρες αποφασίσαμε με την Μαρία την γυναίκα μου να διαλέξουμε κάποιες φωτογραφίες  του καλοκαιριού από την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή για εκτύπωση. Κατά την διάρκεια της επιλογής στον υπολογιστή είχαμε και τα κορίτσια μας δίπλα και σχολιάζαμε τις διάφορες φωτογραφίες.
Σε κάποια στιγμή η Ευτυχία ρωτάει :
-          Μπαμπά εσύ με την μαμά γιατί δεν έχετε φωτογραφίες από όταν ήσασταν μικροί στην θάλασσα;
-         
Σιωπή !!! Τι να πούμε με την Μαρία; Από πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Να ξεκινήσεις από το γεγονός πως στην εποχή μας δεν βγαίναμε φωτογραφίες γιατί δεν είχε σχεδόν κανένας μας  φωτογραφική  μηχανή ή να της αναφέρω πως  την θάλασσα την αντικρίσαμε οι περισσότεροι από μας σε κάποια σχολική εκδρομή, προσέξτε την αντικρίσαμε, όχι μπήκαμε μέσα, αυτό έγινε πολύ αργότερα.

Αποφάσισα λοιπόν να στείλω μια επιστολή μέσα από την στήλη που αρθρογραφώ. Ένα γράμμα στην Ευτυχία, στην Καλλιόπη, αλλά και σε όλα τα παιδία της ηλικίας τους και να τους περιγράψω την σχέση που είχε η γενιά μου και οι παλαιότεροι Λιβαδιώτες  με την θάλασσα.
Πάμε λοιπόν
« Αγαπημένα μου παιδιά,
Αρχικά θέλω να ξέρετε πως η πρώτη μας επαφή με την θάλασσα ήταν από τα σχολικά μας βιβλία ή από παραμύθια και κατόπιν από την τηλεόραση όταν ήρθε στο χωριό
Διαπιστώσαμε λοιπόν το εξής: υπήρχε ένα μέρος κάπου στον κόσμο με πάρα, μα πάρα πολύ μπλε νερό, μέσα στο οποίο ζούσανε τα ψάρια, υπάρχουν εκεί πλοία και το χειρότερο άνθρωποι που έμπαιναν μέσα σε αυτό και πλένονταν με τις ώρες. Πλένονταν το πρωί, το μεσημέρι (ναι το μεσημέρι εκείνα τα χρόνια ο ήλιος δεν ήτανε τόσο επικίνδυνος ή δεν το είχαμε μάθει ), και το βράδυ.
Θα πρέπει να ξέρετε πως τα ψάρια τα είχαμε γνωρίσει αν θυμάμαι καλά, από τον ψαρά, τον Νικόλα, που ερχόταν στο χωριό με ένα πράσινο ντάτσουν, περίπου μια φορά το μήνα και πουλούσε μόνο τριών ειδών ψάρια σαρδέλα, γαύρο και σαυρίδια.
Η εμπειρία μας με τα ψάρια δεν ήτανε και η καλύτερη. Ξέραμε πως για να τα φας έπρεπε να καθαρίσεις τα αγκάθια και να τρως προσεκτικά για να μην καταπιείς κάποιο και πνιγείς. Δεν ήτανε δα και ότι καλύτερο αν το συγκρίνεις με ένα κουλιάσου, μια τζάμα ή έναν τραχανά που τα έκανες παπάρα και κατέβαιναν μια χαρά στο γκργκλάνου. Ξέρετε πόσοι έχουν στραβοκαταπιεί ή τους έχει σταματήσει αγκάθι στο λαιμό; Μέχρι και στο νοσοκομείο έχουν πάει άνθρωποι, ενώ από το κουλιάσου, την τζάμα ή τον τραχανά ούτε ένα περιστατικό δεν έχω υπόψη  μου. Σήμερα εσείς βέβαια, ξέρετε στην ηλικία που είστε πολύ περισσότερα ψάρια και μαλάκια ή οστρακοειδή. τα οποία εμείς τα ανακαλύψαμε αφού φύγαμε από το χωριό. Τα καλαμαράκια να σκεφτείτε τα ονομάζαμε μεταξύ μας «ατσιάλι κου κουάρνι λι» και τα μύδια «ατσιάλι κου ουάσιλι τσι σουτζέμου».
Τέλος πάντων αφήνουμε τα ψάρια και πάμε στις βάρκες και τα καράβια. Τις βάρκες τις ξέραμε ως κατασκευή από το σουρβάσο που πλαλούσαμε την Πρωτοχρονιά. Τις είχαμε δει εκτός από τα βιβλία και σε κάτι κάδρα που είχαμε στα σπίτια.(πόσο σουρεαλιστικό φαντάζει σήμερα το σκηνικό σε βλάχικο σπίτι στα 1200μ υψόμετρο να έχεις στο δωμάτιο το καλό σε φωτογραφία ή ακόμη και κεντημένο μια βάρκα, ένα λιμάνι με βαρκούλες, ή το γέρο γενειοφόρο ναυτικό με το τσιμπούκι στο στόμα και το ναυτικό καπέλο στο κεφάλι;)
Και μια και είπαμε για καλλιτεχνίες, ξέρετε πως ζωγραφίζαμε τα ψάρια; Κάναμε πλάγια το γράμμα γάμα, ενώναμε τις δύο γραμμές για να μοιάζει με ουρά, βάζαμε μια τελίτσα για μάτι και έτοιμο το ψάρι. Βέβαια μπορεί να ήτανε λίγο χοντροκομμένο αλλά εμείς και οι γύρω μας το καταλαβαίναμε. Εδώ οφείλω να σας αποκαλύψω και κάτι ακόμα. Έχω βάσιμες υποψίες πως το μαρμάρινο ψάρι του σιντριβανιού που τοποθετήθηκε μετά την ανάπλαση που έγινε στο κιόσκι δίπλα στον Άγιο Αθανάσιο, φιλοτεχνήθηκε ή από Λιβαδιώτη της γενιάς μου ή παλαιότερο ή σίγουρα από κάποιον που έχει τόση σχέση με την θάλασσα όση εμείς οι Λιβαδιώτες. Αντίθετα όμως, στα γομάρια και στα άλογα ήμασταν όλοι καλλιτέχνες. Κάτι ζωγραφιές λες και θα ανέβαινες καβάλα στα άλογα να τρέξεις «τα σαν πάτουρλι» (στα τέσσερα). Τα δε γαϊδούρια, λες και ήταν έτοιμα να βγάλουν τον ανήφορο για τον Άγιου Λιά φορτωμένα πανουσάμερα. Τα ζωγραφίζαμε με όλες τους τις λεπτομέρειες, με τα χρωματιστά μουρτζιάλια, τα κουτσάκια από το σαμάρι, τα μασκαλίδια, με τα όλα τους.
Τέλος μάθαμε πως υπάρχουν και τα μεγάλα πλοία, εκείνα που κουβαλάνε ανθρώπους. Μάθαμε ότι σ’ αυτά δουλεύουν άνθρωποι με διάφορες ειδικότητες όπως ναύτες, γιατροί, μηχανικοί και καπετάνιοι και φυσικά ότι φοράνε άσπρα ρούχα καθώς επίσης ότι περνάνε πολύ ωραία στα ταξίδια. Και όλα αυτά τα είδαμε και τα μάθαμε από ένα έργο που προβάλλονταν τότε σε ένα από τα δύο κανάλια που υπήρχαν  «το πλοίο της αγάπης».
Έτσι που λέτε κορίτσια, τα πλοία και τις βάρκες τα ξέραμε μόνο εξ αποστάσεως. Για πρώτη φορά είδαμε βάρκες από κοντά σε εκδρομή στον Βόλο, στα Καλά Νερά. Όταν πήγαμε ήμασταν στην Τετάρτη δημοτικού. Όσο αφορά το πλοίο, ανεβήκαμε για πρώτη φορά στην πενταήμερη της τρίτης λυκείου. Για να φτάσουμε στην Κέρκυρα έπρεπε να ανέβουμε σε ένα μικρό πλοίο που σε μετέφερε από την Ηγουμενίτσα στην Κέρκυρα. Όχι πολύ μεγάλο ταξίδι διήρκησε είκοσι λεπτά με μισή ώρα. Ήταν η πρώτη μας φορά πάνω σε πλεούμενο και μας έκανε τόση εντύπωση που η θάλασσα κουνιόνταν και χτυπούσε πάνω στο πλοίο που είχαμε πάει μπροστά στην πλώρη, νομίζω την λένε, που δείχναμε ο ένας στον άλλο τα κυματάκια και λέγαμε:
-          Εεε κοιτάτε ένα κύμα έρχεται από εκεί …
-          Κι άλλο, κι άλλο φώναζαν από την άλλη μεριά
-          Και από εδώ και από εδώ έλεγαν κάποιοι άλλοι.
Μπορεί να χασκογελάτε τώρα που τα διαβάζετε, αλλά τα πράγματα ήταν ακριβώς έτσι. Μας είχε προκαλέσει έκπληξη το γεγονός πως στην θάλασσα υπήρχαν κύματα. Ακούς εκεί, που ξαναέγινε αυτό, κύματα στην θάλασσα.
Και αν αυτή ήταν η πρώτη φορά μέσα σε καράβι και υπήρχε η περιέργεια όλες οι επόμενες φορές μέχρι και σήμερα είναι πάντα δυσάρεστες. Όσες φορές και να μπούμε στο πλοίο, οι άνθρωποι της γενιάς μου, αλλά και οι παλαιότεροι που μεγαλώσαμε στο Λιβάδι πάντα έχουμε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Πάντα λέμε μέσα μας έστω και αν δεν το δείχνουμε: «ντε σι ιφάκ τσιβα τώρα τσι ν αλινμ  νόι;» (λες να γίνει τίποτα τώρα που ανεβήκαμε εμείς;) Για αυτό αγαπητά μου παιδιά παρατηρήστε καλά τους γονείς σας όταν είναι να ταξιδέψετε με το πλοίο. Πάντα μα πάντα στο πλοίο κρατιόμαστε γερά από ένα κάγκελο, από ένα τραπέζι, από ότι βρούμε. Κρατιόμαστε μάλιστα τόσο πολύ δυνατά, που τα χέρια κοκκινίζουν από το σφίξιμο, και είναι τόσο κόκκινα όσο όταν κρατούσαμε το τ’π΄ρίστια ( στειλιάρι ) του τσεκουριού για να σκίσουμε κανένα ροζάρικο ξύλο.
Έτσι που λέτε με τα ψάρια και τα καράβια. Και τώρα ας πάμε και στο μπάνιο στη θάλασσα. Κάθε Σάββατο λοιπόν μόλις ακούγαμε για μπάνιο μας σηκώνονταν οι τρίχες, όσες είχαμε στο κεφάλι από το λούξ κούρεμα εκείνης της εποχής. Έπρεπε να περάσουμε αυτό το «μαρτύριο» μια φορά την εβδομάδα (συνήθως κάθε Σάββατο, εφόσον είχε καλό καιρό).(Διαβάστε το άρθρο στο τεύχος 13 του 2006). Όταν λοιπόν έχεις τέτοιες εμπειρίες και δεν έχεις ανάγκη από δροσιά, για ποιο λόγο να επιθυμήσεις ένα μπάνιο στην θάλασσα; Τέλος πάντων αν και δεν μας έμεινε και κανένα ιδιαίτερο μεράκι για την θάλασσα την συναντήσαμε λοιπόν και αυτή. Για πρώτη φορά την είδαμε σε εκδρομή του σχολείου, μαζί με τα καράβια και τις βαρκούλες. Τι παράξενο ε, να συνυπάρχουν η θάλασσα και οι βάρκες;
 Οι περισσότεροι λοιπόν εκείνα τα χρόνια μπήκανε στην θάλασσα  όταν πήγαιναν να μείνουν για λίγο σε κάποια θεία στην Κατερίνη ή στη Θεσσαλονίκη, συνήθως στο δημοτικό ή αργότερα στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Δυστυχώς ή μπορεί κι ευτυχώς αγαπητά μου παιδιά, εκείνη την εποχή διακοπές σήμαινε μόνο τέλος από τα μαθήματα του σχολείου και τίποτα άλλο. Ούτε οικογενειακές, ούτε ατομικές διακοπές, ούτε θάλασσα, ούτε βουνό είχαμε να επιλέξουμε. Διακοπές σήμαινε «αρ’εμπιλι» ή βοήθεια στη δουλειά του πατέρα.
Θα σας διηγηθώ λοιπόν την δική μου πρώτη εμπειρία στην θάλασσα. Καλοκαίρι λοιπόν νομίζω πως ήταν την χρονιά που τελείωνα το δημοτικό. Με πήρε η θεια μου η Λόλα στην Θεσσαλονίκη για μια βδομάδα να κάνω κανένα μπάνιο. Έφτασα λοιπόν στην Θεσσαλονίκη και την επόμενη μέρα το πρωί ξυπνήσαμε να ετοιμαστούμε για την θάλασσα. Θα πηγαίναμε με το αστικό στην Αγία Τριάδα. Ετοιμάστηκαν λοιπόν οι ξαδέλφες μου και τότε η θεία μου λέει: «Άντε Γιώργο βάλε και συ το μαγιό σου να φύγουμε». Μου δίνει ένα πολύχρωμο βρακί, καμία σχέση με τα άσπρα «ήλιος» ή «μινέρβα» βρακιά που φορούσαμε εμείς στο χωριό. Το παίρνω στα χέρια μου και καθώς πηγαίνω στο μπάνιο για να αλλάξω αναρωτιέμαι: «μα καλά πως θα μπω στο νερό με αυτό το βρακί χωρίς να βρέξω αυτό που φοράω;» Φοράω λοιπόν το μαγιό μου και βγαίνω έξω από το μπάνιο. Η θεία μου τότε λέει «Φεύγουμε όλοι έτοιμοι;» «Πανέτοιμοι» απαντώ εγώ με προσμονή αλλά και φόβο (νια βιάμ μίντια ) για το πρώτο μου μπάνιο στην θάλασσα. Τότε η θεία ψάχνει για τελευταία φορά τα πράγματα και τότε γράφεται από τον υποφαινόμενο μια αληθινή ιστορία για αγρίους.
- Γιώργο το σλιπάκι που φορούσες που είναι;(προσέξτε τη λέξη το σλιπάκι όχι βρακί που ξέραμε εμείς)
- Το ποιο; ρωτάω εγώ με τέτοια απορία λες και με ρωτούσε την τετραγωνική ρίζα του 137 που μόλις είχαμε αρχίσει να μαθαίνουμε στο σχολείο.
- Το βρακί σου, μου λέει η θεία γελώντας
- Καλά ρε θεία που να είναι, το φοράω, απαντώ με σιγουριά όπως όταν ξέρεις την τετραγωνική ρίζα του πιο πάνω αριθμού .
Η θεία έχει καταλάβει τι συμβαίνει και κάνει την μοιραία ερώτηση έτοιμη να σκάσει στα γέλια.
- Και το μαγιό που σου έδωσα…
- Μα το φοράω πάνω από το βρακί μου. απαντώ και η θεία με τις ξαδέρφες μου έχουν πεθάνει από τα γέλια.
Αφού δόθηκαν οι αμοιβαίες εξηγήσεις και μπήκαν τα πράγματα και τα ρούχα κυρίως στην σειρά ξεκινήσαμε για το πρώτο μας μπάνιο. Έτσι ξεκίνησε η πρώτη μου εμπειρία με τη θάλασσα. Σκεφτείτε τι έγινε όταν μπήκα …
Τώρα όμως πρέπει να κλείσω αυτό το γράμμα γιατί βλέπω πως είναι αρκετά μεγάλο, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανώς να σας κούρασα αλλά και θα χρειαστεί μεγάλος χώρος στην εφημερίδα. Κάποια άλλη στιγμή θα επανέλθω με περισσότερα για το πρώτο μου μπάνιο και γενικά για τις διακοπές στη θάλασσα. Ένα πράγμα να σας μείνει από αυτή την επιστολή: οι Λιβαδιώτες την μόνη σχέση που είχανε από πολύ παλιά με την θάλασσα (σίγουρα δεν την χρησιμοποιούσαν τυχαία) ήταν η απάντηση που δίνανε όταν ήτανε πνιγμένοι από σοβαρές δουλειές: «καλά νου βέτζ  αουά  χίμ του θάλας
Αυτά που λέτε αγαπημένα μου παιδιά για την σχέση μας με τη θάλασσα,
Σας φιλώ και θα σας αγαπώ για πάντα,
 ο μπαμπάς σας
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘ. ΜΗΤΩΝΑΣ 
 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2012 ΤΕΥΧΟΣ 50

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου