ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»

Χριστούγεννα στην πόλη, Πάσχα στο χωριό, λένε οι μεγαλύτεροι. Αν και έχουν μείνει λίγες μόνο ημέρες για το Πάσχα, εδώ στην πόλη τίποτα δεν μυρίζει Πάσχα εκτός από κάποιες (λόγω κρίσης) στολισμένες βιτρίνες των μαγαζιών. Παράδειγμα, απόψε, βράδυ Παρασκευής, που στις εκκλησίες αντιλαλούν  τα μεγάφωνα από τις ψαλμωδίες των χαιρετισμών, κι όμως δεν νιώθεις τα «χαιρονύμφια»  του χωριού. Ίσως γιατί δεν περιμένεις να σημάνει ο παπάς την απόλυση, για να απολαύσεις το στάρι που θα μοιράσουν οι γυναίκες προς ανάμνηση των νεκρών τους, όπως στο Λιβάδι … Ίσως  γιατί το Πάσχα των παιδικών μου χρόνων έχει ριζωθεί μέσα μου και δεν αφήνει χώρο για κανένα άλλο νεότερο Πάσχα.

Το Πάσχα της άγουρης νιότης μου στο Λιβάδι το κουβαλάω πάντα μέσα μου, και τις μέρες αυτές, πότε σαν όνειρο, πότε σαν ανάμνηση, με επισκέπτεται σαν σκηνές από παλιά ταινία… Με γυρίζει πίσω τριάντα χρόνια και μου θυμίζει  πως πάντα, πρωί Μεγάλης Πέμπτης, μεταλάβαινα. Βέβαια είχε προηγηθεί αυστηρή νηστεία. Παιδιά του Δημοτικού και νηστεύαμε! Μεταξύ μας, δεν ήταν δύσκολο, αφού στο σπίτι δεν υπήρχε κάτι φαγώσιμο που να μην είναι νηστίσιμο για να μας βάλει σε πειρασμό. Αλλά και έξω, αν είχαμε στην τζιόπι μας τίποτα λιανόματα και θέλαμε να αγοράσουμε κάτι, δεν τολμούσαμε να το πάρουμε, μια που όλη η παρέα νήστευε και θα γινόμασταν «πιργιέλιου» σε όλο το χωριό.
Το μεσημέρι, στο σπίτι, οι μαμάδες προλάβαιναν και ετοίμαζαν μια πίτα από βιάρτζα κάπου ανάμεσα στο βάψιμο των κόκκινων αβγών και του ζυμώματος μιας, δυο ή και τριών δόσεων από τσουρέκια.
Οι αναμνήσεις με μεταφέρουν στην εκκλησία της ενορίας μου τον Άγιο Κωνσταντίνο. Κάθομαι στο κέντρο της γεμάτης από κόσμο εκκλησίας, στο μέρος που κάθονται τα μεγαλύτερα αγόρια, στον κεντρικό διάδρομο δεξιά. Είμαι σκυμμένος και χαζεύω το ασπρόμαυρο μωσαϊκό. Σκέφτομαι τον κόπο και τον μόχθο των γυναικών που λίγες μέρες πριν μαζεύτηκαν και σκούπισαν τον ναό για να λάμπει τούτες τις μέρες. Οι ψαλμοί κάπως άγριοι μα και μαγευτικοί γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Σηκώνω το κεφάλι και λίγα βήματα πιο μπροστά μου βλέπω τον Κώτσιο τον Βάντη με την στεντόρεια  φωνή του να δίνει το ρυθμό. Ο μπαρμπα – Κώτσιος ο Φακαλής και ο μπαρμπα - Κώτσιος ο Μένος, δεξιά και αριστερά του, κρατάνε το ίσο και δίπλα τους ο Χρήστος ο Κυλώνης που βοηθάει το σύνολο. Καθώς δεν υπάρχουν μικρόφωνα, ο ήχος ακούγεται φυσικός.
Οι ψαλμοί με ταξιδεύουν καθώς τα χέρια μου παίζουν με τη λαμπάρδα που κρατώ. Ένας γνώριμος ήχος με επαναφέρει. Ο μπαρμπα-Τάκης του  Βαρβαρέζου, ο καραμούλας, μαζί με τον μπαρμπα-Αντουνάκη του Γκρίζου «αντρέγκου σόμπιλι» (διορθώνουν τις σόμπες), πριν τις φουλάρουν με ξύλα, και βγάζουν ζάρου για τα μαγκάνια. Θα τα πάνε στο  πίσω μέρος της εκκλησίας από εκεί που ανεβαίνεις για τον γυναικωνίτη.
Εκεί δίπλα στην σκάλα είναι η θέση των γιαγιάδων μου. Η γιαγιά Ανθηνούσα με τη γιαγιά Μαρίκα κάθονται πλάι πλάι και λίγο πιο δίπλα τους είναι η θείτσα Λευθειρούσου του Γαλία, η θείτσα Όπη του Παρτάλα και η θείτσα Μαρίκου του Γιαννουλάκα. Χρόνια ολόκληρα ακούνε τη λειτουργία από το πίσω δωμάτιο της εκκλησίας χωρίς να αναλογίζονται τι συμβαίνει στο εμπρός μέρος της εκκλησίας, «λα χουρόουλου». Ξεκινάνε από το σπίτι «κου τουκάτα αλι κ’μπαν» (με το χτύπημα της καμπάνας ). Έχουν τα κεριά τους στα χέρια, τα σκέπια στο κεφάλι, τις σπαλέτες στις πλάτες   και μπαίνουν στην εκκλησία από την πίσω πόρτα. 
ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΑΓΙΩΝΑ
ΑΡΧΕΙΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ ΟΛΥΜΠΟΥ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΙΣΚΟΣ
Δεν εμφανίζονται στον πολύ κόσμο «ζ’λέσκου» (πενθούν), έστω και αν έχουν περάσει αρκετά χρόνια που έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα.
Ξαφνικά στην εκκλησία απλώνεται μια σιωπή… τα φώτα σβήνουν … και από το βάθος ακούγεται η τρεμάμενη φωνή του παπά Δημήτρη «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…». Ο παπα Δημήτρης είναι φορτωμένος με τον εσταυρωμένο, φοράει τα μαύρα του άμφια λόγω της ημέρας, μπροστά του ο μπαρμπα Φώνης του Κυβέρνα, «κλεισάρλου» (ο καντηλαναύτης), με το θυμιατό και το κερί. Ακολουθούν τα παιδιά, που έχουν αλλάξει, με τα ξαπτέρια. Ο παπα Δημήτρης  πλησιάζει προς το μέρος μου, η φωνή του γλυκιά και συγκινητική, δένει αρμονικά με τον αργό ήχο της καμπάνας, που τονίζει το πένθιμο της στιγμής... «Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς». Είναι η ώρα που όσα χρόνια και αν περάσουν δεν θα ξεχάσω ποτέ  «νόντλου»(τον κόμπο ) που νιώθω και το «ζγκίκου» που έχει ανέβει στο λαιμό...
Ακόμη πιο συγκινητικός ο παπα Βασίλης των Αγίων Αναργύρων. Μια φορά  έτυχε να βρεθώ Μεγάλη Πέμπτη και να τον ακούσω. Τον θυμάμαι να ξεπροβάλει για λίγο το κεφάλι του από την ωραία πύλη και με νόημα, κοιτώντας προς τους επιτρόπους, να φωνάζει επιτακτικά, σχεδόν σαν διαταγή, «νγκλιντέτς γινικόουλου» (κλείστε τον γενικό διακόπτη του ρεύματος). Η εντολή εκτελείται αμέσως και τα φώτα σβήνουν. Η λεπτή φιγούρα του παπα Βασίλη ξεπροβάλλει από την πλαϊνή πόρτα του αγίου βήματος. « Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου…» μοιρολογεί, δεν ψάλλει, είμαι σίγουρος αν και δεν μπορώ να διακρίνω μέσα στο σκοτάδι πως τα μάτια του είναι δακρυσμένα. «Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν…», καταφέρνει και ψελλίζει. Όποιος δεν έχει ακούσει τον παπα Βασίλη τέτοια μέρα δεν έχει νιώσει κατάνυξη, δέος, δεν έχει νιώσει αυτό που λέμε «νι αντρ’ φρ’στ…ν’τ’λέ τσουάρλι» …
Τα φώτα ανάβουν, ο εσταυρωμένος θυμιατίζεται. Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι και βλέπω τον παππού μου τον μπαρμπα Τάκη του Π’τα που κάθεται μόλις μπαίνουμε στην εκκλησία δεξιά με τον θείο μου τον μπαρμπα Μιχαλάκη του Χαρίση και τον μπαρμπα Σάκη του Γαζέτη να ξεκρεμάνε τα καπέλα που είναι κρεμασμένα πίσω τους και να έρχονται να χαιρετίσουν το Χριστό. Λίγο πιο πίσω ακολουθούν και οι νεότεροι άντρες, κάποιοι φαίνεται να βιάζονται να πάρουν σειρά καθώς δεν είναι και πολύ της εκκλησίας «σι αγιουσέσκου σι νου λ’φούγκ π’ζάρια». Ακολουθούν οι γυναίκες που γονατίζουν και κάνουν δυο μετάνοιες πριν ασπαστούν το Χριστό.
Αργά το βράδυ θα κάνουν την εμφάνιση οι γιαγιάδες από το πίσω μέρος της εκκλησίας, «βα άπειρ χ’στόουλου» (θα ξημερώσουν το Χριστό). Μαζί τους θα έρθουν κατά τα ξημερώματα και όσες χάσανε πρόσφατα δικούς τους ανθρώπους. Θα μοιρολογήσουν τον εσταυρωμένο σαν να μοιρολογούν τον δικό τους νεκρό… «Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα» ξεκινάει το μακρόσυρτο μοιρολόι κάποια και ακολουθούν οι υπόλοιπες σκουπίζοντας με το διπλωμένο μαντίλι πότε τα δάκρυα από τα μάτια και πότε τη μύτη τους. Πιο πέρα τα νέα κορίτσια ντύνουν τον επιτάφιο με λουλούδια που έφεραν οι γυναίκες της ενορίας, μάλαντα, ψωμί του κούκου, και γαρίφαλα που φέρανε κάποιες γκαγκάνες.
Η Μεγάλη Πέμπτη λειτουργούσε και λειτουργεί ακόμη, πάντα, ως καταλύτης  ...
Οι αναμνήσεις εκείνης της μέρας πριν τριάντα χρόνια με έχουν στιγματίσει και έχουν πλημμυρίσει το μυαλό και την καρδιά μου. Ίσως για αυτό όσα χρόνια και να έχουν περάσει, όσες φορές και να έχω περάσει Μεγάλη Πέμπτη στο χωριό ή οπουδήποτε αλλού, καμία Μεγάλη Πέμπτη δεν έχει καταφέρει να σταθεί δίπλα σε αυτές που πέρασα πριν τόσα χρόνια.
Βέβαια Πάσχα δεν είναι μόνο η Μεγάλη Πέμπτη, είναι και η έξοδος των επιταφίων της Μεγάλης Παρασκευής, η προετοιμασία και το σφάξιμο των αρνιών, το μοίρασμα του γάλακτος από τους κτηνοτρόφους για να πιάσουμε γιαούρτι και φυσικά το ψήσιμο των αρνιών στη γειτονιά του Φωστήρα.
Όλα αυτά την επόμενη φορά…
Για την ώρα ας μείνουμε στο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…». Ας ελπίσουμε ,ότι δεν θα ’μαστε και του χρόνου «επί ξύλου κρεμάμενοι».
Καλό Πάσχα σε όλους!!!

Γιώργος Αθ. Μητώνας




Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΙΒΑΔΙ αρ. φύλλου 58 Φεβρουάριος -Μάρτιος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου