ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΜΑΣ !!!

Ένας Λιβαδιώτης πριν αρκετό καιρό έκανε βόλτα με τον γιο του στην Κατερίνη. Κατά τη διάρκεια της βόλτας συνάντησαν ένα σκύλο. Μόλις ο σκύλος άρχισε να τους πλησιάζει, ο μικρός τρόμαξε και μαζεύτηκε προς τον μπαμπά του. Ο πατέρας αντιλήφθηκε τον φόβο του μικρού και άρχισε να φωνάζει στο σκύλο να φύγει :
-       Τίετ, Τίετ!!!
Το σκυλί όμως επέμενε να πλησιάζει όλο και πιο κοντά επιζητώντας μάλλον περισσότερο να παίξει παρά να δημιουργήσει πρόβλημα σε πατέρα και γιό. Ο μικρός αφού κατάλαβε τις προθέσεις του σκύλου χαλάρωσε, γύρισε στον πατέρα του και του είπε :
-       Βρε μπαμπά μη μιλάς βλάχικα στο σκυλί, δεν καταλαβαίνει. Στην Κατερίνη είμαστε, όχι στο Λιβάδι που τα σκυλιά ξέρουν και βλάχικα…
Ένας άλλος γνωστός χωρατατζής Λιβαδιώτης, που δεν ζει  πια, όταν ήτανε φαντάρος είδε ένα γαϊδούρι δίπλα από το στρατόπεδο και είπε στο λοχία του:
-       Το βλέπεις αυτό το γαϊδούρι; μπορώ με ένα κόλπο να το κάνω να γκαρίξει.
-       Δεν γίνεται αυτό, του λέει ο λοχίας
-       Αν το κάνω θα μου δώσεις πέντε μέρες άδεια; ρωτάει ο Λιβαδιώτης,
-       Εντάξει, λέει ο λοχίας.
Πάει  λοιπόν ο Λιβαδιώτης κάνει τα κόλπα του, όμως το γαϊδούρι δεν αντιδρά.
-            Ώρε κάρι βα νου κουνουάστι λίμπα ανουάστρ (σαν θέλει δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα τη δική μας).

Με υπομονή όμως και επιμονή κατάφερε και έκανε το γαϊδούρι να γκαρίσει, παίρνοντας την άδεια που ζήτησε, ενώ απέδειξε πως η γλώσσα των ζώων είναι μάλλον παντού ίδια.
Όταν άκουσα τις ιστορίες γέλασα αλλά ταυτόχρονα θυμήθηκα και το πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζουμε όλα τα πράγματα στο Λιβάδι όπως παράδειγμα το ότι έχουμε δημιουργήσει έναν κώδικα - μια γλώσσα για να επικοινωνούμε με τα ζώα. Για θυμηθείτε λοιπόν πόσες διαφορετικές εκφράσεις - εντολές είχαμε και έχουμε για το κάθε ζώο ξεχωριστά.
Για παράδειγμα, ο πατέρας στην πρώτη ιστορία, χρησιμοποίησε το «τίετ» για να διώξει το σκυλί. Εάν όμως ήθελε να το φωνάξει κοντά του για να παίξει ή για να το ταΐσει θα φώναζε «κούτσιλι-κούτσιλι» ενώ θα χτυπούσε ταυτόχρονα το ένα χέρι πάνω στο μηρό του. Αν τώρα το σκυλί ήταν δικό του και ήθελε να το κάνει να επιτεθεί σε κάποιον απρόσκλητο επισκέπτη θα φώναζε «κότκο –κότκο πάρτον» ή για να ορμήσει «(ι’’)ρτα» η «Σσσσςς». Για τις γάτες εάν ήθελαν να τις διώξουν θα φώναζαν «τσίτ»  ενώ αν ήθελαν να τις χαϊδέψουν  θα φώναζαν «πίσς –πίσς  πισίκα».
Οι Λιβαδιώτες έχουν κώδικες-εντολές και συνομιλούνε σχεδόν με όλα τα κατοικίδια ζώα.
Όταν θέλουν να διώξουν τις κότες από κάπου χτυπάνε τα χέρια παλαμάκια και φωνάζουν «ξέεενα-ξέεενα –ξένα» ενώ αντίστοιχα όταν θέλουν να τις μαζέψουν στην φωλιά τους φωνάζουν «κουμάαασι-κουμάαασι». Για τα μικρότερα πουλάκια τις «πλαδούλες » όταν είναι σκόρπια και θέλουν να τα μαζέψουν στην φωλιά φώναζαν «πούλιου-πούλιου-πούλιου».
Για το γουρούνι, τότε που συνήθως κάθε σπίτι τάιζε και από ένα για να εξασφαλίσει το λίπος, το κρέας και τα λουκάνικα της χρονιάς, η εντολή για ό,τι και αν ήθελαν να κάνει το ζώο ήτανε «μπίιιτσι –μπίιιτσι».

Στα γαϊδούρια, τα ΙΧ  της παλιάς εποχής, όταν ήθελαν να προχωρήσουν έλεγαν «πρρρρ-πρρρ» .Αν ήτανε καβάλα έδιναν δυο- τρία χτυπήματα στα καπούλια του ζώου με το περίσσευμα του σχοινιού από το καπίστρι και ταυτόχρονα χτυπούσαν τα πόδια τους στην κοιλιά του ζώου. Αν δεν ήτανε καβάλα απλά χτυπούσανε με ανοιχτή παλάμη-παταριά (σφαλιάρα) τα καπούλια του ζώου. Το καλύτερο ήτανε όμως όταν ήθελαν να τα κάνουν να γκαρίσουν. Άγνωστο για ποιο λόγο, μάλλον για διασκέδαση, άρχισαν να τρίβουν πάνω στη γροθιά το άλλο χέρι με ανοιχτή την παλάμη και φώναζαν «ζντάααρρρρ-ζντάαααρρρ», «ζάκρρρρ-ζάκρρρρ», ή «ζάααρρρ-ζάαααρρρ» και με ένα μαγικό τρόπο το γαϊδούρι άρχισε να γκαρίζει!!! (Το κόλπο που έκανε ο Λιβαδιώτης στον στρατό….)
Δεν μπορείτε να φανταστείτε όσοι δεν ζήσατε την παιδική σας ηλικία πριν αρκετά χρόνια, τι παιχνίδι και απασχόληση βρίσκαμε με τα γουμάρια. Όπου βρίσκαμε γουμάρι, σε αυλή, δεμένο κάπου να βόσκει γύρω από το χωριό ή στο δρόμο, μαζευόμασταν όλοι οι «στρ΄νγκοι» (στραβόξυλα) και κάναμε με τον παραπάνω τρόπο το γαϊδούρι να γκαρίζει με αποτέλεσμα να ξεσηκώνει τον τόπο με το γκάρισμά του. Το ίδιο κάναμε σε όσους χάνανε σε κάποιο παιχνίδι και δεν αποδέχονταν την ήττα τους, τους «ερχόταν ζορίκα», για να τους πικάρουμε ακόμη περισσότερο. Το χειρότερο όμως ήτανε όταν το ίδιο συνέβαινε σε κάποιο μεμονωμένο άτομο.
Αν βρίσκαμε κάποιον που ήταν αδύναμος, του χεριού μας ή τις περισσότερες φορές κάποιον πιτσιρικά «γκαγκάνο», τότε έβλεπε ο καημένος τη νίλα της ζωής του. Τον στριμώχναμε όλη η παρέα σε μια γωνία ή τον ακολουθούσαμε μέχρι να φτάσει σε ασφαλές σημείο, π.χ. στο σπίτι του και εν χορώ του κάναμε όλοι «ζάααρρ-ζάααρρρ» με την κίνηση τον χεριών που περιέγραψα πιο πάνω και αν έκανε το λάθος να λυγίσει και να βουρκώσει, αυτό ήταν, δώστου εμείς με ακόμη περισσότερο πάθος μέχρι να τον κάνουμε να κλάψει και να τρέχουν δάκρυα και μύξες από το πρόσωπο και να τα σκουπίζει από το μανίκι της μπλούζας. Βλέπετε τότε δεν ξέραμε ότι αυτό είναι, εκφοβισμός, κακοποίηση συναισθηματική ή λεκτική, ή αλλιώς  μπούλιγκ (bullying), όπως λέγεται στις μέρες μας.
Στα μουλάρια για να προχωρήσουν φώναζαν και χρησιμοποιούσαν τους ίδιους τρόπους όπως και στα γαϊδούρια «πρρρ-πρρρ», ενώ για να σταματήσουν τραβούσαν, μάζευαν το καπίστρι και φώναζαν «ούτσικς» ή «κίιιτς-κίιτςς». Αν τώρα τα μουλάρια δεν «υπάκουαν» στις τελευταίες εντολές για να σταματήσουν, τότε γινόταν ο χαμός από τους ιδιοκτήτες τους. τους άκουγε όλη η γειτονιά:
-           Τσι σλό νταράκλου τσάρα αλ τάτσα ιρνία» (που σου πήρε ο διάολος το χώμα του πατέρα), «σις φούτου λ΄πτίκλου τσι τιάρι σκουάς παλιου λυκουφάγωμα» (να σου γ@μ#σω το γάλα που σε έχει βγάλει παλιό τροφή λύκου) .
Στα άλογα δε, αν είχανε κάποιο καλό, «κάλου αραβανίτκου» (άλογο αρβανίτικο), όταν τα κατάφερναν και τους υπάκουε και άρχιζε να τρέχει γρήγορα λέγανε για τον αναβάτη: «Λου αντούτσι κάουλου τ΄αρ΄βάνια» (το πάει το άλογο πολύ γρήγορα) ή  «Λου αντούτσι κάουλου τα σαν πάτρουλι» (το πάει το άλογο με τα τέσσερα) κάτι που μοιάζει σήμερα με αυτόν που οδηγάει πολύ γρήγορα ένα αυτοκίνητο και λέμε «το πάει με τις μπάντες»…
Τα άλογα όμως και τα μουλάρια είχανε και άλλα γούστα … ή ήτανε και αυτό ένα είδος εντολής. Τι εννοώ: όταν τα πήγαιναν για να τα ποτίσουν σε μία από τις βρύσες του χωριού π.χ. στη βρύση του Φωστήρα ή στην Μπρ΄κα ή στην Πιπίκα, μόλις έφταναν δίπλα από το νερό και άκουγαν το σφύριγμα του ιδιοκτήτη άρχιζαν να πίνουν νερό είτε επειδή τους άρεσε ο σκοπός που σφύριζε ο ιδιοκτήτης, είτε επειδή θεωρούσαν το σφύριγμα ως εντολή, καθώς ήθελαν να απολαμβάνουν το κρύο νερό του χωριού μας με μουσική υπόκρουση!!!
Στα κοπάδια τους οι βοσκοί είχαν άλλους κώδικες οι οποίοι είναι πολύ δύσκολο να αποτυπωθούν γραπτά, τουλάχιστον από εμένα, καθώς αποτελούνταν κυρίως από κραυγές ή ήχους και σφυρίγματα. Ενδεικτικά, και όσο μπορούν να καταγραφούν, φώναζαν «ίιιριιι-ίιρριι»  ή «ουάκα-ουάκα». Όταν πάλευαν τα αρσενικά τραγιά και χτυπούσαν τα κεφάλια τους με τα κέρατα έλεγαν «ντάαασι-ντάαασι» έκφραση που χρησιμοποιείται και όταν δύο άνθρωποι κουτουλήσουν τα κεφάλια τους ή χτυπήσουν κάπου το κεφάλι σε κάποιο σταθερό αντικείμενο.
Στα μικρά αρνιά και κατσίκια, όταν ήθελαν να τα διώξουν από κάπου επειδή τους ενοχλούσαν ή δεν έπρεπε να είναι εκεί, φώναζαν «κκκ(ίι)τς»  και την ίδια έκφραση χρησιμοποιούσαν και στα μωρά εννοώντας το κόψιμο. Έλεγαν λοιπόν, κάτσε καλά γιατί θα σε κάνω  «κκκ(ίι)τς» το χέρι ή το πόδι δηλαδή θα στο κόψω. Τις γίδες που είχανε σχεδόν σε κάθε σπίτι, όταν ήθελαν να τις καλέσουν, τις φώναζαν «μέρι-μέρι» ή «τσίπ-τσίπ».
Αυτές, όσο με βοηθά η μνήμη μου, και σίγουρα υπάρχουν και άλλες, ήτανε οι φωνητικές και όχι μόνο εντολές προς τα ζώα του χωριού μας. Φυσικά υπήρχαν και άλλες εντολές-τελετές που αφορούσαν τα ζώα. Παράδειγμα, τότε τα παλιά χρόνια όταν βλέπαμε ένα σκυλί να πάει να χέσει … αμέσως δίναμε στο διπλανό μας το μικρό δαχτυλάκι του χεριού και εκείνος το δικό του, τα πλέκαμε και τα τραβούσαμε με αποτέλεσμα το σκυλί, άκουσον άκουσον …,να μην μπορεί να χέσει όσο και αν «σι στουλουιά»  (ζορίζονταν) ή « σι στρντζιά)» (σφίγγονταν). Άλλο παράδειγμα, αν κάποιο μουλάρι ήτανε ματιασμένο και δεν μπορούσε να κατουρήσει, τότε έπαιρναν ένα άχυρο και το τοποθετούσαν ανάμεσα στα δάχτυλα, πάνω από το μέσο και τον παράμεσο και κάτω από τον δείκτη και τον μικρό, το πετούσαν πάνω από την πλάτη του ζώου το άφηναν να πέσει κάτω και το ξαναέπαιρναν από κάτω από την κοιλιά του με τα δάχτυλα στον σχηματισμό που είπαμε πιο πάνω, και αυτό έπρεπε να γίνει τρείς φορές… Τότε το μουλάρι ξαλάφρωνε!!!

Αυτά και πολλά άλλα σε μια από τις επόμενες Ιστορίες για Αγρίους.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΛΙΒΑΔΙ" 
Αριθμός φύλλου 69 Δεκέμβριος 2015-Ιανουάριος 2016
Γιώργος Αθ. Μητώνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου