ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

ΣΤΟΥ ΧΑΛΕ...


 -Μα καλά που είναι ο Γιώργος;
   -Στου «χαλέ»…
   -Μα τι κάνει τόση ώρα;
   -Ααα έτσι τον έχουμε πάει με τις ώρες.
   -Καλά τσί λια αντάρ’ καϊρούκι;(τι του κάνει καιρούκι)
   Ένας από τους διαλόγους που έχει επαναληφθεί αρκετές φορές στο σπίτι όταν μας επισκέπτονταν άνθρωποι που δεν γνώριζαν αρκετά καλά τα «χούγια» μας.
   Αν κάποιοι τώρα δεν κατάλαβαν ποιος είναι ο «χαλές» θα σας πω πως για τους «γκαγκάνους» είναι το μέρος που και ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του, και για μας τους Λιβαδιώτες είναι το γνωστό σε όλους «ναγκιό». Το «ναγκιό» λοιπόν προέρχεται μάλλον από το αναγκαίο και μάλλον παραπέμπει στο χώρο που κάνουμε την ανάγκη μας. Στο «χαλέ», ή «ναγκιό» ή «γκαμπινέ» ή «αποχωρητήριο» βρίσκω την ηρεμία μου, διαβάζω τις εφημερίδες μου, τα περιοδικά μου, (για τα οποία υπάρχει ειδική θήκη !), και συλλογιέμαι με την ησυχία μου. Σε έναν χώρο λοιπόν φωτεινό, καθαρό, με τα πλακάκια του, με το χαλάκι για να μην κρυώνουν τα πόδια και την ζεστασιά του καλοριφέρ, απολαμβάνω την ανάγκη μου για τουλάχιστον ένα μισάωρο.
   Για κάποιους αυτό μπορεί να θεωρηθεί ανωμαλία, διαστροφή ή δεν ξέρω τι άλλο. Σας διαβεβαιώνω όμως πως σίγουρα δεν είμαι ο μόνος με αυτή την συνήθεια, γνωρίζω πάρα πολλούς στο κοντινό περιβάλλον μου, και είμαι σίγουρος πως και εσείς γνωρίζετε στον κύκλο σας ανθρώπους με τα ίδια «χούγια». 
   Αναζητώντας λοιπόν τα αίτια αυτής της καλής ή κακής συνήθειας, καλό θα ήταν να πάμε λίγα χρόνια πίσω και ίσως βγάλουμε κάποιο πειστικό ή τουλάχιστον σοβαροφανές συμπέρασμα. Γεννήθηκα λοιπόν όπως και οι περισσότεροι της ηλικίας μου σε ένα σπίτι που το «ναγκιό» ήταν έξω στην αυλή. Για να κάνεις την ανάγκη σου έπρεπε να διανύσεις αρκετά μέτρα με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες και οποιαδήποτε ώρα του εικοσιτετραώρου, μιας και όταν σου έρχεται να κάνεις την ανάγκη σου ούτε σε ρωτάει, ούτε και μπορεί να περιμένει. Φέρτε στο νου σας το εξής σκηνικό: είναι χειμώνας με ένα μέτρο χιόνι, και εσύ μες τη νύχτα να θες να πας προς φυσικού σου, να πας μες το ψοφόκρυο να κατεβάσεις το παντελόνι και να εκθέσεις τα απόκρυφά σου και τον ποπό σου στους -5 οC με -10 οC. Και μόνο ο αέρας να λυσσομανά έξω σε κάνει να το ξανασκέφτεσαι, να διαπραγματεύεσαι δήθεν τα αδιαπραγμάτευτα και να καμώνεσαι τάχα πως μπορεί να ήταν κι η ιδέα σου (θυμηθείτε τον ζεστό χώρο που λέγαμε στην αρχή). Και όμως, φίλε μου, ατύχησες, δεν είναι η ιδέα σου, σου συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μαζεύεις τις δυνάμεις σου και κάνεις μια ηρωική έξοδο από την ζεστασιά της βελέντζας, μεγαλύτερη νομίζω και από αυτή του Μεσολογγίου, για να φτάσεις στο πολυπόθητο σημείο της αυλής, το «χαλέ».
   Με το που φτάνεις στην Ιθάκη σου και μπαίνεις μέσα βλέπεις (τρόπος του λέγειν βλέπεις) μια τρύπα ένα μέτρο, (μην τυχόν και δεν μπορείς να βρεις στόχο), που αν δεν είσαι εξοικειωμένος με τον χώρο μπορεί να δοκιμάσεις και το βάθος της. Δεν ξέρω αν όντως οι τρύπες ήταν τόσο μεγάλες ή τα παιδικά μας μάτια τις έβλεπαν έτσι, τις θυμάμαι πάντως τεράστιες. Και άντε, έκανες την ανάγκη σου όσο πιο γρήγορα μπορούσες, τα χαρτιά από παλιά βιβλία, τετράδια ή εφημερίδες περιμένουν κομμένα σε λωρίδες πιασμένα σε ένα καρφί να σε αποχαιρετήσουν «απαλά» από τον χώρο.
   Καλά για καζανάκι ούτε λόγος, υπάρχει ένας τενεκές με ένα κύπελλο ίσα-ίσα σχεδόν να ραντίσεις και αντί για βούρτσα μια φούρκα μη τυχόν και βουλώσει το «γκιρίζι» (αποχέτευση).
   Για νερό να πλυθείς ούτε λόγος, εδώ μέσα στο σπίτι και πλένεσαι από τον νιπτήρα, στην τουαλέτα θα έχεις νερό; Το μόνο που έσωζε την κατάσταση ήταν οι καλά ασβεστωμένοι τοίχοι που είναι ένα είδος απολύμανσης.
   Για τις επισκέψεις την νύχτα, είπαμε, απαιτείται ακρίβεια κινήσεων και πολύ καλή εξοικείωση με τον χώρο καθώς φως δεν υπάρχει, εκτός εάν είναι καλοκαίρι με ολόγιομο φεγγάρι και αφήσεις μισάνοιχτη την πόρτα.
   Βέβαια αν είναι μέρα και καλός ο καιρός δεν βιάζεσαι, αν κιόλας δεν σε κυνηγάνε και οι μύγες μπορείς να μείνεις λίγο παραπάνω, ενώ ταυτόχρονα ρίχνει κλεφτές ματιές στον έξω κόσμο από τα κενά που αφήνουν οι καρφωμένες σανίδες της πόρτας.
   Πάντως θυμάμαι πως όλες οι τουαλέτες εκείνη την εποχή ήταν χαμηλοτάβανες έτσι ώστε να χρειάζεται να σκύβεις όταν μπαίνεις μέσα δείχνοντας μάλλον και ένα σεβασμό στην ιερότητα του χώρου. Έπειτα λοιπόν από αυτή την μικρή ιστορική αναδρομή κατέληξα στο συμπέρασμα πως η μεγάλη μου παραμονή σε αυτόν τον χώρο μάλλον οφείλεται αποκλειστικά σε ψυχολογικούς λόγους.
   Η απουσία τόσων ετών ενός ζεστού, καθαρού, φωτεινού άμεσα προσιτού και άνετου περιβάλλοντος με παρακινεί, τώρα που τον απέκτησα και βρίσκεται μέσα στο σπίτι μου, να θέλω να τον χαρώ-απολαύσω όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες ισοφαρίζοντας έτσι τις αρνητικές μνήμες των παιδικών μου χρόνων.
   Έτσι είναι φίλοι μου, αυτή είναι η αλήθεια, εγώ και κάποιοι άλλοι (σίγουρα δεν είμαι μόνος μου) εκτιμούμε αυτά που μας προσφέρθηκαν στο πέρασμα των χρόνων, σε αντίθεση με κάποιους άλλους που μπαινοβγαίνουν στο λεπτό στα σύγχρονα κι αστραφτερά WC τους, σε σημείο που δεν καταλαβαίνεις αν μπήκαν για «ψιλό» τους ή για «χοντρό» τους και θεωρώ πως είναι αγνώμονες αφού δεν προσφέρουν τον ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτόν τον ιερό χώρο παραμένοντας εκεί έστω και για δέκα λεπτά.
   Πάντως τα πιο ωραία περιστατικά έγιναν την εποχή που άρχισαν να γίνονται τα μπάνια μέσα στα σπίτια. Θα σας αναφέρω δύο ωραία περιστατικά που έγιναν τότε.
   Γίνεται το καινούριο μπάνιο μέσα στο σπίτι και η νύφη οδηγεί τον πεθερό στον καινούριο χώρο.
   -Λοιπόν παππού από εδώ και στο εξής, του λέει και του δείχνει την τουαλέτα, εδώ θα κάνεις την ανάγκη σου «αουά βα τι φάτσι». Την άλλη μέρα ο παππούς κάνει την ανάγκη του βγαίνει από το μπάνιο και μπαίνοντας αμέσως μετά η νύφη παθαίνει σοκ. Ο παππούς έκανε την ανάγκη του πάνω στο καπάκι της λεκάνης μιας και η νύφη όταν του την έδειξε, ως χώρο εναπόθεσης των απορριμμάτων, είχε το καπάκι της κατεβασμένο. Κάποιος άλλος καημένος, που έβλεπε για πρώτη φορά μπιντέ, τον μπέρδεψε με την τουαλέτα, έκανε την ανάγκη του και πάλευε για ώρες μετά να εξαφανίσει το «θηρίο». Αυτά και άλλα πολλά συνέβησαν τα πρώτα χρόνια με τις καινούριες τουαλέτες και ας φαίνονται σε κάποιους όλα τα παραπάνω σαν ιστορίες για αγρίους.
   Πάντως ό,τι και να λέμε, αν οι τουαλέτες έξω από το σπίτι δεν ήταν καθόλου βολικές, είχαν και τα καλά τους, για παράδειγμα, εξαφάνιζαν το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας και τις αιμορροΐδες σε συνδυασμό πάντα και με τις διατροφικές συνήθειες της εποχής εκείνης.
   Τέλος, αν κάποιοι θεωρήσουν χυδαίο ή δεν ξέρω τι άλλο το κείμενο ας ανακαλέσουν στις μνήμες τους Λιβαδιώτικες ατάκες όπως: «γκούρ’ ντι χαλέ» (στόμα του «χαλέ»), «ατσέλου ιάστι χαλέ νιαρνίτου» (αυτός είναι «χαλές» ασκούπιστος), «σκάμπου ντι χαλέ» (σκαλοπάτι του «χαλέ» και άλλα.
   Άφησα για το τέλος μια ωραία ιστορία που άκουσα: Κάθονται ο παππούς με τον εγγονό στην κόχη και ο παππούς ρωτάει τον εγγονό.
   -Πόσο με αγαπάς; 
   -Από εδώ ως το ναγκιό... απαντάει ο εγγονός.
Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2008 ΤΕΥΧ 26

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου