ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΥ ΛΙΑ

Το πρωί μετά την προσευχή, ο δάσκαλος μάς ανακοίνωσε πως αύριο θα πάμε ημερήσια εκδρομή στον προφήτη Ηλία. Είναι άνοιξη και η εκδρομή στον προφήτη Ηλία είναι μία από τις εκδρομές που γινότανε κάθε χρόνο περίπου τέτοια εποχή. Βέβαια ο δάσκαλος μπορεί να είπε πως θα πάμε στον προφήτη Ηλία, για εμάς όμως είναι ο « Αγιου –Λιάς». Τον «προφήτη Ηλία» τον μάθαμε χρόνια αργότερα.
   Οι ετοιμασίες για την ημερήσια εκδρομή ξεκινούσαν από το απόγευμα της παραμονής. Το ραντεβού με τους συμμαθητές είχε κλειστεί ήδη από το σχολείο. Το απόγευμα όλοι οι μαθητές ήταν έξω με λεφτά για να κάνουμε τα απαραίτητα ψώνια για την εκδρομή.
   Τα παιδιά της Δευτέρας και της Τρίτης τάξης ψωνίζουν μόνα τους, και είναι από τις σπάνιες φορές που έχουν λεφτά στις τσέπες να αγοράσουν, από «κουκουταράκια», και γαριδάκια «κατσουλίνο», ως σοκοφρέτες «σαφάρι» και «κίςς». Όσο για τα μεγαλύτερα παιδιά, η κάθε τάξη μαζεύει χρήματα και ψωνίζουν για όλη την τάξη. «Ψωνίζουν», βέβαια, τρόπος του λέγειν, γιατί τα απαραίτητα πράγματα είναι δύο, κρέατα και ποτά.

   Μια ομάδα παιδιών ή και όλο το τσούρμο ξεκινούν για να αγοράσουν τα ποτά. Οι παραγγελίες είναι προκαθορισμένες όλοι θα πιούνε από μία κόκα-κόλα ή πορτοκαλάδα και θα αγοράσουν και κάποιες μπύρες στα κρυφά. Εκτός από τις μπύρες, για ποτό θα υπάρχει και τσίπουρο, το οποίο θα πάρουν από το σπίτι με τη δικαιολογία πως χρειάζεται για το άναμμα της φωτιάς. Είμαι σίγουρος πως κάποιοι θα αμφισβητήσουν αυτά που γράφω και θα πούνε πως αυτά είναι ιστορίες και μάλιστα για αγρίους. Για όλα αυτά λοιπόν που θα γράψω και θα αναφέρω πιο κάτω δεν έχετε παρά να ρωτήσετε γνωστούς και φίλους της δεκαετίας του ΄80.
   Την ώρα που ψωνίζουμε τα ποτά, τότε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, ο καταστηματάρχης μάς παρουσίασε κάτι καινούριο για την εποχή εκείνη, ένα μπουκάλι που δεν χρειάζεται να το επιστρέψουμε, είναι πολύ μεγαλύτερο από τα γυάλινα μπουκάλια που υπήρχαν ως τότε, επομένως περιέχει και μεγαλύτερη ποσότητα αναψυκτικού και, το πιο σημαντικό, δεν σπάει όταν πέφτει κάτω. Για του λόγου το αληθές το πετάει κάτω και εκείνο δεν παθαίνει τίποτα. Οι περισσότεροι από μας μείναμε άφωνοι από το αποτέλεσμα και αμέσως παραγγείλαμε δύο από τα καινούρια αυτά μπουκάλια. Είναι τα γνωστά σε όλους μας σήμερα λίτρα τα οποία έκαναν τότε για πρώτη φορά την εμφάνιση τους και δημιούργησαν τεράστια εντύπωση σε όλους μας.
   Πάμε τώρα να συνεχίσουμε τα ψώνια μας. Μετά τα ποτά σειρά έχουν τα κρέατα. Από το κρεοπωλείο έχουν περάσει όλες οι τάξεις και οι παραγγελίες είναι όλες ίδιες: κρέας για δύο σούβλες, κεμπάπ πασπαλισμένο με τα μυρωδικά του και τα κρεμμύδια μέσα σε σακούλες έτοιμο να περαστεί την επόμενη μέρα στις σούβλες. Τα ψώνια τελειώνουν με την αγορά ψωμιών. 
   Αφού συγκεντρωθούν τα ψώνια, κάποιοι φεύγουν να φέρουν τα μεταφορικά μέσα για να κουβαλήσουμε τις προμήθειες στο βουνό. Επιστρατεύονται λοιπόν τα γουμάρια από τα σπίτια ή από θείους και γείτονες, φορτώνονται και ξεκινούν να ανεβάζουν τα πράγματα στον Άγιου-Λιά.
   Όταν φτάνουν πάνω βρίσκουν ένα μέρος να κρύψουν τα ποτά και αμέσως ξεκινούν να μαζεύουν και να κόβουν ξύλα για να έχουν την επόμενη μέρα που θα χρειαστούν για το ψήσιμο. Ήδη έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει και τα παιδιά επιστρέφουν στο χωριό. Η προετοιμασία για την εκδρομή έχει τελειώσει.
   Την επόμενη μέρα μετά την προσευχή στο σχολείο ένα μεγάλο καραβάνι με παιδιά και γουμάρια ξεκινά το ανέβασμα - από τον παλιό δρόμο παρακαλώ όχι τον σημερινό, τον ασφαλτοστρωμένο - για τον τόπο της εκδρομής.
   Στα χέρια τους κρατούν τα κασετόφωνα, χράμια και κιλίμια που θα χρειαστούν για να τα στρώσουν και να καθίσουν (για αυτά είχαν φροντίσει οι κοπέλες).
   Αμάν! Παράλειψη και μάλιστα σοβαρή! Κάτι ακόμη που φροντίζαμε πάντα να ψωνίσουμε ήταν οι μπαταρίες. Έπρεπε να βρούμε τις χοντρές, και μάλιστα αρκετές, μιας που τελειώνανε γρήγορα και έπρεπε να έχουμε δυνατή μουσική έως ότου επιστρέψουμε για το σπίτι μας. Η πομπή ξεκινούσε από την αυλή του σχολείου και διέσχιζε το χωριό προς τον προορισμό της εκδρομής. Μόλις φτάναμε πάνω, ανάβαμε φωτιές και η κάθε τάξη οριοθετούσε το χώρο της. Τα κορίτσια στρώνανε τα χράμια και τα αγόρια ασχολούνταν με το ψήσιμο. (Για σκεφτείτε σήμερα εσείς που ζείτε στις πόλεις να έρθει το παιδί σας στην Πέμπτη και Έκτη τάξη του Δημοτικού και να σας πει πως θα πάει εκδρομή για να ψήσει κεμπάπ με τους φίλους του … ) Και ενώ τα αγόρια ψήνουνε, το κασετόφωνο παίζει αδιάκοπα, «βουξιάστει». Τι παίζει; Φοβερά τραγούδια, από πού να ξεκινήσεις κανείς, από τη Βούλα Πάλα, την Έφη Θώδη, το Μάκη Χριστοδουλόπουλο ή τα Παιδιά της Πάτρας, τον Καζαντζίδη, τη Ρίτα Σακελαρίου, τον Μαργαρίτη και τόσους άλλους.
   Στη συνέχεια αρχίζουν τα παιχνίδια τα παιδιά των μεγάλων τάξεων παίζουν μπουκάλα, ενώ παράλληλα στήνονται αρκετές κούνιες στα δέντρα με το σχοινί από τα γαϊδούρια. Όταν το κεμπάπ είναι έτοιμο (έτοιμο να το πει ο Θεός, πότε καμένο, πότε άψητο) δοκιμάζουν όλοι. Μερικοί μάλιστα πίνουν και λίγο τσίπουρο που το είχαν πάρει για να ανάψουν την φωτιά ή δοκιμάζουν λίγη μπύρα.
   Η εκδρομή φτάνει στο τέλος της. Όλοι μαζί αρχίζουν και κατηφορίζουν σιγά-σιγά για το χωριό. Τα αγόρια έχουν πιαστεί από τους ώμους, «τα παρέα» με τα πουκάμισα ανοιχτά, τις μπλούζες στους ώμους ή στη μέση δεμένες και τραγουδάνε κάνοντας δήθεν του λίγο μεθυσμένους. Τα κορίτσια έχουν μαζέψει λουλούδια, τα κασετόφωνα δεν ακούγονται πια, οι μπαταρίες έχουν τελειώσει ενώ οι δάσκαλοι, που έχουν μαζί τους φωτογραφικές μηχανές, απαθανατίζουν τις τάξεις τους με αξιοθέατο το «γουμάρι».
   Οι μάνες περιμένουν τα παιδιά στο «σουκάκι» και ρωτάνε πώς περάσαμε, αν φάγαμε (αυτό το αν φάγαμε, ρε μάνα, γίναμε 30 χρονών και ακόμη το ρωτάς) και τέλος σε κοιτάει και λέει εκείνο το κλασικό - μιας που σε έχει δει ότι έχεις επιστρέψει αρτιμελής και χωρίς χτυπήματα ή γρατζουνιές - «τίτιρι β’ατνρέ σουάρλι τζούα τουτ’».

Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2009 ΤΕΥΧ 27

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου