ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

* ΣΤΑ ΙΔΙΑ ΜΕΡΗ


Πρέπει να ήταν το 1989 η 1990 όταν ένας από τους καθηγητές που είχαμε τότε στο γυμνάσιο, ο κ. Μπισδικιάν, μας πρότεινε να δώσουμε ένα ραντεβού και να βρεθούμε όταν πλέον θα έχουμε τελειώσει από το σχολείο.
   Σαν ημερομηνία επιλέχθηκε η 9/9/1999 μιας και ήταν πολλή εύκολο να την θυμάται κανείς. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε, και σε εκείνη την συνάντηση ανανεώθηκε το ραντεβού για τις 9/9/2009.
   Πριν λίγες ημέρες λοιπόν, ξαναμαζευτήκαμε όλοι οι συμμαθητές που γεννηθήκαμε το 1974. 
   Όμορφες στιγμές που ξεχείλιζαν από αναμνήσεις και όλοι να διαπιστώνουν πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια.
   Φεύγοντας λοιπόν από αυτή την συνάντηση και οδηγώντας για Θεσσαλονίκη έφερα στο νου όλες τις καταστάσεις και ότι ζήσαμε την δεκαετία του ΄80.
   Διαπίστωσα λοιπόν, πως αν κάποιος από τους σημερινούς τεχνοκράτες μας παρακολουθούσε είμαι σίγουρος πως σήμερα θα του ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί.
   Εξακολουθούμε λοιπόν να είμαστε ζωντανοί έστω και αν στην εποχή μας τα αυτοκίνητα δεν είχαν αερόσακους, abs, ούτε καν ζώνες ασφαλείας.
   Οι κούνιες και τα βρεφικά κρεβατάκια ήταν σιδερένια, βαμμένα με τοξικά χρώματα και κοφτερές γωνίες. Και όμως επιβιώσαμε, επιβιώσαμε ακόμα και όταν κάναμε τα αυτοσχέδια καροτσάκια μόνοι μας και τα βάζαμε στην πιο μεγάλη κατηφόρα που βρίσκαμε και μόνο τότε ανακαλύπταμε πως τα φρένα που είχαμε βάλει δεν δούλευαν ή είχαμε ξεχάσει τελείως να βάλουμε.

   Παίξαμε άπειρες φορές «καμήλα» μα ποτέ κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση, πίναμε νερό από τις βρύσες ακουμπώντας τα χείλη πάνω στη βρύση και γλείφαμε όλοι με την σειρά όταν κάποιος αγόραζε παγωτό για να μην θυμηθώ τις γιορτές όπου με ένα κουταλάκι τρώγαμε όλοι το γλυκό που μας κερνούσαν.
   Εξολόθρευαν τις ψείρες που κολλούσαμε με σκόνη από πατάτα, αεροζόλ, και πετρέλαιο απευθείας πάνω στα κεφάλια μας.
   Κυκλοφορούσαμε με σουγιάδες, αυτοσχέδια τόξα και σφεντόνες που μπορούσαν να τραυματίσουν θανάσιμα οποιονδήποτε αλλά την πλήρωναν κυρίως πουλιά και ελάχιστες φορές συνομήλικοι μας ή χρησιμοποιούσαμε τσεκούρια για τα πουρνάρια από την ηλικία των δέκα ετών και όλα αυτά χωρίς καν την επίβλεψη κάποιου μεγάλου. 
   Ήμασταν όλη μέρα στα σοκάκια και όμως ποτέ δεν μας βάλανε αντιηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30. 
   Πηγαίναμε συχνά στα σκουπίδια για εξερεύνηση και ήταν μεγάλη επιτυχία να βρεις κάποιο ηχείο να πάρεις το μαγνήτη, ή να βρεις κάποια ρόδα για να την χρησιμοποιήσεις για το καροτσάκι που ετοίμαζες. 
   Είναι θαύμα λοιπόν που μπορούμε και συναντιόμαστε 20 χρόνια μετά σύμφωνα με τους κανόνες περί υγιεινής και ασφάλειας που ισχύουν στις μέρες μας. Ήμασταν όμως και μια γενιά σε αναμονή, περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας περιμέναμε να έρθουν οι γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, αποκριές για να πάρουμε καινούρια ρούχα ή για να πιάσουμε λεφτά στα χέρια. Περιμέναμε κάθε Κυριακή πρωί νηστικοί να έρθει η σειρά μας να κοινωνήσουμε, ακόμα και οι πόνοι μας με την αναμονή περνούσαν μια και τα σπίτια μας δεν ήταν υποκαταστήματα φαρμακείων όπως έχουν γίνει σήμερα τα σπίτια μας. Ήμασταν όμως και μια γενιά που τα σπίτια μας ήταν μόνο για ύπνο και λίγο φαγητό, ο φυσικός μας χώρος ήταν ο δρόμος.

   Μετά από όλα αυτά οι συμμαθητές και συνομήλικοι μου ίσως μελαγχόλησαν ή ίσως και να γέλασαν με όσα θυμήθηκαν ίσως πάλι να κοίταξαν στον καθρέφτη για άσπρες τρίχες ή να διαπίστωσαν πως αραίωσαν τα λίγα τους μαλλιά. Ας θυμηθούμε όμως λίγες ακόμη στιγμές από την δεκαετία του ΄80. 
   Παίξαμε κρυφτό, κυνηγητό, κατσιλένα, τσιγαροποτά, «πουάρκα», τα μπίλια, στάνταρ, μπουκάλα, αλήθεια ή θάρρος, μπίλιες, καμάν, σπιτάκια και άλλα πολλά ομαδικά παιχνίδια στους δρόμους και τις αλάνες.
   Πατούσαμε τα κουτάκια από αναψυκτικά, και κάναμε ότι ήμασταν άλογα με πέταλα, ή δέναμε σε μια ή δύο «φούρκες» με σχοινιά και ήταν τα μουλάρια μας.
   Μαζέψαμε καπάκια και συμπληρώσαμε άλμπουμ με φωτογραφίες από ποδοσφαιριστές και ηθοποιούς και οτιδήποτε άλλο κυκλοφορούσε σε χαρτάκια.
   Πολλά από τα παιχνίδια μας ήταν χειροποίητα όπως: για νεροπίστολα χρησιμοποιούσαμε παγούρια χλωρίνης ή αζαχ, κάναμε όπλα από φυσοκάλαμα κ.α.
   Διαβάζαμε «περιπέτεια», «μπλέκ», «κάπτεν μάρκ», και τα κορίτσια «κατερίνα».
   Οι μικροί έβαζαν κολόνια «Μυρτώ», οι γυναίκες «4711» και οι άντρες «ντένιμ» άσχετα αν μπάνιο κάναμε κάθε Σάββατο με σαπούνι καλούπι.
   Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας να τα «βάλουμε» χέρι και όταν ερωτευόμασταν το μάθαινε όλη η τάξη. 
   Μεγαλώσαμε χωρίς τηλεκοντρόλ στο χέρι μιας και στην τηλεόραση υπήρχαν μόνο δύο κανάλια. Είδαμε τις πρώτες έγχρωμες τηλεοράσεις στο «Παλλάς» και στο «Φακαλή».

   Προλάβαμε δασκάλους και καθηγητές που πολλές φορές δεν είχαν κλείσει ούτε τα τριάντα.
   Φορούσαμε μάλλινες κάλτσες, φανέλες και τα εσώρουχά μας ήταν άσπρα.
   Κάναμε μάθημα το Σάββατο, πηγαίναμε σχολείο με ποδιές και τα απογεύματα το κατηχητικό ήταν υποχρεωτικό.
   Μπορεί να μην γιόρτασε κανείς μας τα γενέθλια αλλά χορτάσαμε από «ουσπέτου» και «βεγγέρες» στα σπίτια της γειτονιάς και των συγγενών μας.
   Αποκαλούσαμε όλους τους γνωστούς και άγνωστους «θείο» ή «θεία» και ήμασταν πρόθυμοι να κάνουμε οποιαδήποτε δουλειά μας ζητούσαν.
   Πολιτικοποιηθήκαμε από νωρίς και σχεδόν όλοι ήταν στην ΜΑ.ΚΙ, την Ο.Ν.ΝΕ.Δ., τους Νέους Πρωτοπόρους ή την ΚΝΕ.
   Κοιμόμασταν στην απέναντι κόχη από τους παππούδες στο καθημερινό ή την κουζίνα και όχι σε παιδικό δωμάτιο. 
   Γεννηθήκαμε φορώντας κουλουπάνια και όχι μπεμπιλίνο ή πάμπερς.
   Στην τουαλέτα είχαμε χαρτιά από εφημερίδες ή από βιβλία και όχι χαρτί υγείας.
   Στο νηπιαγωγείο πηγαίναμε μόνοι μας με καλαθάκι και στο σχολείο είχαμε σάκα.

   Οι γονείς μας αγόραζαν κασετόφωνα από πλανόδιους γύφτους με μοναδικό κριτήριο το βάρος τους.
   Οι αριστούχοι μαθητές βραβεύονταν κάθε δεκαπενταύγουστο στο γήπεδο
   Τρέξαμε να πούμε το όνομα στην μάνα που βάπτιζε το παιδί της για να πάρουμε ένα τάλιρο και πήγαμε πίσω από τις νύφες για να πιάσουμε τα λεφτά που θα πετούσαν.
   Κουβαλήσαμε προίκες, καπάκια από πεθαμένους, κεφαλοτύρια και αλλάζαμε στην εκκλησία για πάρουμε κάποιο χαρτζιλίκι
   Τρώγαμε κάθε Κυριακή κρέας στο σπίτι και γλυκό στο ζαχαροπλαστείο ή αν ήταν πανηγύρι.

   Φέρναμε την κατσίκα στον «γαμ-πρό» για αναπαραγωγή και το διαλαλούσαμε σε όποιον μας ρωτούσε.
   Τα απογεύματα εκτός από παιχνίδι χορταίναμε με «ψωμί με ζάχαρη».
   Στα πανηγύρια προλάβαμε τις «ντιζέζες».
   Η τηλεόραση και το κασετόφωνο είχανε πάντοτε από πάνω ένα πετσετάκι όπως και η κανάτα του νερού.
   Είχαμε κουμπαράδες με κλειδί που είχε το ταχυδρομείο και γράφαμε εκθέσεις για την αποταμίευση.
   Τα περίπτερα πουλούσαν χύμα τσιγάρα, τσιμπιδάκια, φουρκέτες, στουμπίτσα.
   Είχαμε όλοι από ένα παρατσούκλι που μας είχε μείνει από κάποιο ομαδικό παιχνίδι.
   Στο σχολείο δοκιμάσαμε τον χάρακα και τρώγαμε λουκούμια μετά από κάθε εθνική εορτή. Τέλος ήπιαμε στο σχολείο χυμό κομπόστα που τον πίναμε σε ποτήρια που κουβαλούσαμε από το σπίτι μας. 
   Τα σκουπίδια μας, τα βγάζαμε σε τενεκέδες και ήταν μόνο στάχτες και φλούδες από πατάτες. Ο δε σκουπιδιάρης όταν περνούσε από την γειτονιά χτυπούσε ένα κουδούνι.

   Οι μαμάδες μας δεν είχαν κραγιόν και όζες αλλά μόνον ρολά. Οι μπαμπάδες κυκλοφορούσαν με τσαρτσάρα και μαντίλι πάντα στις τσέπες του παντελονιού.
   Δεν αγοράζαμε ψωμί από τον φούρνο κάθε μέρα, αλλά το κάθε σπίτι ζύμωνε τρία ή τέσσερα «πλαστάρια» για να έχει για όλη την εβδομάδα.
   Όταν μπλεκόμασταν στα πόδια των γονιών μας δεν μας έβαζαν βίντεο αλλά μας έστελναν να πάρουμε λίγο «αμπόδιο» από την θεία που τύχαινε πάντα να μένει πιο μακριά.
   Κάπως έτσι μ΄ αυτά και με άλλα μεγαλώσαμε την δεκαετία του ’80. Και ήμασταν τυχεροί γιατί μεγαλώσαμε όλοι σαν παιδιά….. 5, 10, 15, 20, 25, 30, 35, 40, 45, 50, 55, 60, 65, 70, 75, 80, 85, 90, 95, 100 φτού και βγαίνω…
   Βγαίνω από την καθημερινότητα και γίνομαι πάλι παιδί. 
   Γιατί είμαι ευτυχισμένος που γεννήθηκα και μεγάλωσα αυτή την δεκαετία και πρόλαβα να ζήσω όλα αυτά.

Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2009 ΤΕΥΧ 31

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου