ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

«Ιάστι ντι όκλιου» Είναι ματιασμένος


Είμαστε πάνω στο Λιβάδι (και που αλλού άλλωστε) για τις γιορτές του Πάσχα. Είναι μεσημέρι και καθόμαστε σε κάποιο καφενείο. Εκεί που τα τσίπουρα και οι φωνές είναι στα πάνω τους, μπαίνει κάποιος κύριος, μάλλον επισκέπτης που βρέθηκε στο Λιβάδι για τις γιορτές του Πάσχα. Ζητάει να βρει κάποιον γιατρό. Είναι αρκετά αναστατωμένος και πανικοβλημένος.
 Προθυμοποιούνται κάποιοι να τον εξυπηρετήσουν λέγοντας πως θα βρούμε τον αγροτικό γιατρό ή τον φαρμακοποιό που είναι Λιβαδιώτες. Μέχρι να ειδοποιηθεί και να βρεθεί κάποιος, ρωτάμε τι συμβαίνει. Μας εξήγησε πως ο μικρός του γιος κάπου ακούμπησε (πιθανώς σε ξυλόσομπα), και κάηκε · ψάχνει, λοιπόν, για μια αλοιφή ή για κάτι που θα του απαλύνει τον πόνο. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που βρίσκονται στο καφενείο αμέσως φωνάζουν «ακρίμι - ακρίμι»  (σάλτσα – σάλτσα) και ο επισκέπτης τα χάνει, αφού δεν μπορεί να καταλάβει τι εννοούν. Του εξηγούμε λοιπόν να βάλει σάλτσα στο χέρι του μικρού. Βέβαια ο άνθρωπος  ούτε καν το λαμβάνει υπόψιν του και φεύγει να βρει το γιατρό ή τον φαρμακοποιό, που έχουν ήδη ειδοποιηθεί. Δεν έμαθα τελικά τι έγινε · πάντως εύχομαι περαστικά στον επισκέπτη μας. Το μυαλό μου, όμως, με αφορμή το περιστατικό γύρισε χρόνια πίσω. Τότε που μικροί, όταν καιγόμασταν από τις ξυλόσομπες, δεν μας τρέχανε στους γιατρούς (που φυσικά δεν υπήρχαν), αλλά, για να περάσει, έβαζαν στην πληγή μας σάλτσα. Τότε που, όταν χτυπούσαμε κάπου και βγάζαμε αίμα, το πρώτο πράγμα που ρίχναμε στην πληγή ήταν χώμα, για να σταματήσει το αίμα, ή ουρούσαμε πάνω της  αν ήταν εύκολο.
Εάν στραμπούλιζες το χέρι, τα «γιατρικά» ήταν ανάλογα με το μέγεθος του στραμπουλίγματος. Αν ήταν κάτι ελαφρύ (αναλόγως πόσο πονούσες), στο δένανε με ένα πανί και βάζανε από μολόχες και κρεμμύδια μέχρι δέρμα από λαγό ή κουνέλι. Στις πιο δύσκολες περιπτώσεις κατέφευγες στις ειδικούς. Ναι, οι γυναίκες είχαν αυτή την ειδίκευση· να καταλαβαίνουν αν στραμπούλισες (κλουζουνίς) το χέρι ή το πόδι. Το βάζανε σε μια λεκάνη με χλιαρό νερό και χρησιμοποιώντας σαπούνι – καλούπι , του κάνανε ένα είδος μασάζ. Και συνήθως μετά από λίγες ημέρες το πόδι ή το χέρι γινόταν καλά. Η πιο γνωστή, «κου νούμα», ήταν η Όπη του Ντάμπου (η μητέρα του Κώστα και του Τάσου που έχουν κρεοπωλεία – ψησταριές στην πλατεία) καθώς και η θεία Αννούλα στους Αγίους Αναργύρους (η μαμά του Γιάννη του Γαζέτη, του δάσκαλου). Επειδή, λοιπόν, ήμουν πολύ ήσυχο παιδί, τις είχα επισκεφτεί και τις δύο. Φυσικά, ο καθένας μας θα γνωρίζει ή θα έχει ακούσει και για άλλες γυναίκες στο χωριό που κάνανε το ίδιο αλλά συγχωρέστε με, εγώ ξέρω μόνο αυτές τις δύο ως «ειδικούς» .
Εάν είχες βήχα, τότε ένα κομμάτι από μάλλινο ύφασμα βουτηγμένο στο πετρέλαιο ή στο τσίπουρο το βάζανε στο στέρνο και σε δύο μέρες γινόσουνα περδίκι. Βέβαια, βρωμούσε όλη την εβδομάδα, ως το Σάββατο που θα έκανες μπάνιο, αλλά το αποτέλεσμα μετρούσε.
Για τις βαριές περιπτώσεις υπήρχαν πιο δραστικά μέτρα. Βεντούζες κοφτές ή απλές. Θεωρούνταν αδιανόητο μια νοικοκυρά να μην ξέρει να ρίχνει έστω απλές βεντούζες.
Εάν σου πιανόταν η μέση, συνήθως αυτό το πάθαιναν οι άνδρες στη δουλειά, έπρεπε επειγόντως να πας στη θείτσα Όπη του Παρτάλα. Ήταν η ειδική στο «μέτρημα» της μέσης. Θυμάμαι μόλις κάποιος έλεγε με πονάει η μέση, του λέγανε «στι ντουτσι στι αρουμιν θείτσα Όπια» , να πας να σε μετρήσει η θείτσα Όπη. Η θείτσα Όπη λοιπόν, μόλις πήγαινες, σε ξάπλωνε στο κρεβάτι, έσπαζε ένα αβγό και έβαζε τον κρόκο στην πλάτη έτσι όπως ήταν ολόκληρος μετακινώντας τον σιγά – σιγά πάνω σε ολόκληρη την πλάτη. Όπου έσκαγε, άνοιγε ο κρόκος, εκεί ήταν το πρόβλημα· έριχνε τότε και λίγη στάχτη και το έδενε με ένα υφασμάτινο ζωνάρι «μπρ’νου». Έτσι λοιπόν γιατρεύονταν τότε οι μέσες, με αβγό, στάχτη και την τέχνη της θείτσας Όπης του Παρτάλα.
Καλά δεν θα αναφέρουμε τα πολύ απλά γιατροσόφια, όπως το τσίπουρο για το δόντι, ή το πετρέλαιο για τις ψείρες, που αργότερα αντικαταστάθηκε με το αεροζόλ. Ναι, μη γελάτε. Στα χρόνια μου, όποιος είχε ψείρες, του ψέκαζαν το κεφάλι με αεροζόλ και το  τύλιγαν για κάμποση ώρα με ένα καλέμι. Τώρα, μάλλον, θα δώσαμε μια πειστική εξήγηση σε κάποιους που δεν μπορούν να συνεννοηθούν μαζί μας, πως το πιο πιθανό είναι να φταίει το αεροζόλ.
Βέβαια οι πιο δύσκολες περιπτώσεις ήταν τα μωρά, αλλά και εκεί υπήρχαν λύσεις. Στα πολύ άρρωστα συνήθως με βήχα, δίνανε γάλα γαϊδούρας αλλά και στην «μπαμπούσκα», νομίζω η επιστημονική ονομασία είναι παρωτίτιδα, υπήρχε κάποιος ειδικός. Στη γειτονιά μας ήταν η θεία Μαρίκα του Παμπέρη. Δεχόταν πλήθος παιδιών για να απαλύνει το πόνο τους. Τα σύνεργα που χρησιμοποιούσε ήταν μελάνι και ένα ξυλαράκι από τις παλιές σκούπες, αυτές με τις οποίες σκούπιζαν οι μαμάδες μας τότε. Με αυτά τα δύο, το μελάνι και το ξυλαράκι και τα μαγικά της λόγια ξεπερνούσες και αυτή την αρρώστια.
Τέλος για κάθε αρρώστια και κάθε τι κακό που σε έβρισκε, από πονοκέφαλο μέχρι και μια γενική αδυναμία, η λύση ήταν μία και αποτελεσματική, το ξεμάτιασμα «ντισκντάρι». Ξεμάτιασμα με κάρβουνα, που υπήρχαν άφθονα σε κάθε σπίτι. Ρίχνανε, θυμάμαι, τρία κάρβουνα αναμμένα σε ένα ποτήρι γεμάτο με νερό, λέγανε κάποια λόγια (σιγά , για να μην τα ακούσει κανείς) και ανάλογα, αν τα κάρβουνα μένανε πάνω ή πήγαιναν κάτω στον πάτο του ποτηριού, ήσουν ματιασμένος ή όχι. Τώρα τελευταία λόγω έλλειψης του κάρβουνου είδα ένα άλλο είδος ξεματιάσματος, με λάδι· αν οι σταγόνες του λαδιού στο ποτήρι αραιώνουν ή όχι, είσαι ματιασμένος ή το αντίθετο.
Εδώ όμως αξίζει να αναφέρουμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Γιατί αν και οι παλαιότερες γενιές από μας και εμείς οι ίδιοι καταφέραμε να ξεπεράσουμε τις όποιες αρρώστιες με κάθε είδους πρακτικά γιατροσόφια και ξεματιάσματα, στο Λιβάδι είχαμε πάντα και γιατρούς. Είχαν γιατρούς απ’ ό,τι έχω ακούσει τόσο στα χρόνια των γονιών μας όσο και στα χρόνια των παππούδων μας. Θα πρέπει λοιπόν, να πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους Λιβαδιώτες γιατρούς.  Οι περισσότεροι Λιβαδιώτες γιατροί κάνανε το αγροτικό τους στο χωριό. Έτσι μιας και ήταν μόνιμοι κάτοικοι του χωριού την περίοδο που κάνανε το αγροτικό τους , καλύπτανε τις ανάγκες του χωριού σε ιατρική περίθαλψη και πρώτες βοήθειες 24 ώρες το 24ωρο για 365 ημέρες το χρόνο, χωρίς να δυσανασχετούν σχεδόν ποτέ. Είναι επίσης απίθανο, μέρες γιορτών , καλοκαιριού ή γενικά επίσημες ημέρες, να μην έβρισκες για κάποιο επείγον περιστατικό έναν γιατρό που να βρίσκεται στο χωριό για ξεκούραση ή για εξωϊατρικές υποχρεώσεις και να μην τρέξει να βοηθήσει. Τέλος νομίζω πως θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ στη Λίτσα Πατσίκα. Στη Λίτσα που πολλοί από μας δεν γνωρίζουμε καν αν ήταν Μαία – Επισκέπτρια ή νοσοκόμα. Στη Λίτσα που ξεγέννησε μια ολόκληρη γενιά.  Η Λίτσα που το όνομά της ήταν στο παιδικό μας μυαλό ό,τι και ο γιατρός, τόσο που κάποιοι από μας δεν λέγανε θα γίνουν γιατροί ή νοσοκόμοι, αλλά θα γίνω Λίτσα. Το όνομά της δηλαδή είχε συνδεθεί με την ιδιότητά της. Η Λίστα η Πατσίκα λοιπόν, υπηρέτησε για πολλά χρόνια τους Λιβαδιώτες και γνωρίζω πολλές περιπτώσεις, ειδικά μικρών παιδιών, που με τις διαγνώσεις της τους έσωσε από κάτι πολύ σοβαρό. Οι γονείς μας να φανταστείτε της είχαν τέτοια εμπιστοσύνη και εκτίμηση που λέγανε «Λίτσα ιάστι γιάτρου» (Η Λίτσα είναι γιατρός). Η Λίτσα Πατσίκα ήταν ένας από τους ανθρώπους που τα χρόνια που η κρατική πρόνοια δεν έφτανε σε όλα τα χωριά, συμπλήρωνε τα κενά του κράτους. Το σπίτι της «εφημέρευε» πάντα. Και μιας και ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του εξωραϊστικού συλλόγου (με αυξ. Αριθμό 40), μήπως ο Εξωραϊστικός Σύλλογος θα έπρεπε κάποια στιγμή να της αναγνωρίσει αυτή της την προσφορά …;
Άντε καλό καλοκαίρι και αχρείαστοι όλοι οι γιατροί και τα γιατροσόφια …
Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2008 ΤΕΥΧ 23

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου