ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Τα παντελόνια με τα «φώτα»


Φτάσαμε στα μέσα Μάρτη και το καλοκαίρι άρχισε να μας κάνει σινιάλο  από μακριά. Ήδη έχουμε αρχίσει και αποχωριζόμαστε μπουφάν και πανωφόρια και ντυνόμαστε όλο και πιο ελαφριά.
Μια μέρα λοιπόν απ’ αυτές τις ζεστές του Μάρτη, η γυναίκα μου αποφάσισε να μαζέψει τα χειμωνιάτικα ρούχα και να βγάλει τα καλοκαιρινά. Όταν είδα όλον αυτόν τον όγκο ρούχων, εγώ που ήμουν σχεδόν θεατής απελπίστηκα.
Σκεφτείτε σε τι κατάσταση ήταν η γυναίκα μου, που έπρεπε να τακτοποιήσει όλα αυτό το βουνό με τα ρούχα. Μουρμούριζε λοιπόν διαρκώς για τη δική μου στάση αλλά κυρίως για το γεγονός του ότι δεν χωράνε πλέον τα πράγματα μας.
 Σημειώστε εδώ, πως στο σπίτι μας έχουμε δύο τεράστιες ντουλάπες  γεμάτες ρούχα, όταν παλιά στο σπίτι αν και υπήρχαν ντουλάπες ήταν γεμάτες στρωσίδια και σε μόλις δύο φύλλα χωρούσαν τα ρούχα όλης της οικογένειας. Θυμήθηκα λοιπόν, πως εκείνη την εποχή, δεν αγοράζαμε ρούχα όποτε βλέπαμε κάτι που μας άρεσε, αλλά κάποιες συγκεκριμένες φορές το χρόνο. Αγοράζαμε ας πούμε καινούρια ρούχα συνήθως το Πάσχα. Οι γονείς μας κατέβαιναν στην Ελασσόνα και πολλές φορές έπαιρναν ένα από τα παιδιά μαζί τους, για να γλιτώσουν ένα εισιτήριο, και πάνω σ’ αυτό δοκίμαζαν τα ρούχα παίρνοντας ανάλογα μεγαλύτερα ή μικρότερα μεγέθη. Πολλές φορές μάλιστα δεν έπαιρναν καν τα παιδιά παρά μόνο από ένα παντελόνι από αυτά που φορούσαν και έχοντας ως δείγμα αυτό ψωνίζανε.
Οι παραπάνω τρόποι αγοράς είχαν όμως ως αποτέλεσμα τα περισσότερα αδέρφια να είναι το ίδιο ντυμένα αλλά και όλοι οι συνομήλικοι μεταξύ τους, μιας και όλοι ψώνιζαν από τα ίδια μαγαζιά. Ε πόση ποικιλία σχεδίων και χρωμάτων να έχει ο καημένος ο μαγαζάτορας. Μια ακόμη φορά που συνήθως αγοράζαμε ρούχα ήταν τα Χριστούγεννα και συνήθως  από τα παζάρια (Nιάμηρο, Ελασσόνας, Κατερίνης).
Θα ρωτήσουν κάποιοι που δεν έζησαν εκείνα τα χρόνια μα τι φορούσατε τότε;
Τι φορούσαμε λοιπόν. Φορούσαμε τα ίδια και τα ίδια μέχρι να λιώσουν πάνω μας, και όταν σκίζονταν η έλιωναν, οι εφευρετικές μάνες γάζωναν τα περίφημα «φώτα» με πέτσινα κομμάτια στα απαραίτητα σημεία κυρίως στα γόνατα, στον κώλο και στους αγκώνες . Αν  τώρα τα ρούχα δεν μας  χωρούσαν πλέον και τότε είχαν την λύση, τα δίνανε στο αμέσως μικρότερο αδερφό, ξάδερφο ή γείτονα.  Τίποτε δεν πετούσαν.
Ρούχα φορούσαμε και από το εξωτερικό, ναι ,ναι μην γελάτε. Όσοι είχαν σόι στο εξωτερικό δέχονταν κατά καιρούς δέματα από Αυστραλία, Καναδά, Αμερική. Η μόδα όλου του κόσμου φορεμένη στο Λιβάδι. Ήταν η ίδια εποχή λοιπόν που ενώ έφταναν ρούχα από όλο τον κόσμο εμείς φορούσαμε και τα «σκουφούνια» μας, τις μάλλινες κάλτσες που έπλεκαν οι γιαγιάδες και τις μάλλινες φανέλες, πάντα όμως με άσπρα σλιπάκια. Ένα από τα ωραιότερα πράγματα εκείνης της εποχής ήταν οι πλεχτές μπλούζες που έπλεκαν τότε οι μανάδες μας, μπλούζες χειροποίητες που σήμερα τις βλέπεις σε καλά μαγαζιά και τις χαζεύεις, αλλά η τιμή τους απαγορευτική όσον αφορά την αγορά τους. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι τις έχουν διπλωμένες και φυλαγμένες στη ντουλάπα τους.
Ήταν η εποχή που τα παιδιά στο σχολείο φορούσαν όλα μπλε ποδιά, τα αγόρια ήταν κουρεμένα «λούξ» - «γουλί», όχι γιατί ήταν μόδα, αλλά επειδή οι περισσότεροι φιλοξενούσαμε στα κεφάλια μας τουλάχιστον από μια οικογένεια ψείρες με όλο τους το σόι. Τα κορίτσια αντίθετα είχαν μακριά μαλλιά που τα μάζευαν με στέκα ή τα έκαναν μία η δύο πλεξούδες, και με τη σχολική ποδιά που φορούσαν ήταν, αλήθεια σας το λέω χάρμα οφθαλμών. Όσοι δεν τα προλάβατε ζητήστε από κάποιον μεγαλύτερο να σας δείξει καμιά φωτογραφία.
Καθώς θα ψάχνει τις παλιές φωτογραφίες ζητήστε να δείτε και κάποιες εφηβικές – νεανικές, τέλη του ΄80, τότε που στην μόδα ήταν τα τζιν παντελόνια που τα φορούσαμε με το ρεβέρ γυρισμένο μια δυο φορές, με άσπρη κάλτσα, μαύρο σκαρπίνι, την μπλούζα μέσα από το παντελόνι και τα κορίτσια με τεράστιας βάτες μιας και εκείνο επέβαλλε τότε η μόδα.
Και μια και λέμε για έφηβους – νέους να θυμηθούμε τα μαλλιά. Τα αγόρια χτένιζαν τα μαλλιά τους «στεφάνι», ενώ αργότερα ήρθε η μόδα με τη «χαίτη».Τα κορίτσια είχαν αφήσει στην άκρη τα τσιμπιδάκια και τα κλίπς και είχαν ταράξει τα μαλλιά τους στην περμανάντ.
Να θυμηθούμε τώρα λίγο και τις μανάδες μας. Οι περισσότερες  κάθε Σάββατο ή την παραμονή κάποιας επίσημης μέρας έβαζαν  τα ρολά στο κεφάλι για να είναι περιποιημένες στην εκκλησία και οι υπόλοιπες  κάνανε το  «ρολό», το «κούκου» ή τον «κότσο», ενώ οι μεγαλύτερες κάλυπταν το κεφάλι με το καλέμι. Φυσικά για κομμωτήριο ούτε λόγος, μόνο για κούρεμα. Έτσι όταν έβλεπες άσπρα μαλλιά στα κεφάλια  των γυναικών κάποιας ηλικίας σου ενέπνεαν σεβασμό και μπορούσες να ξεχωρίσεις ποια είναι η μάνα και ποια η κόρη, όχι όπως σήμερα που μάνες και κόρες συναγωνίζονται στις ανταύγειες.
Για το ντύσιμο, το επίσημο βέβαια, ένα ταγιέρ σκούρου χρώματος και ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια ήταν υπέρ αρκετά για όλες τις επίσημες εκδηλώσεις, γάμους, κηδείες, βαπτίσεις και εκκλησία. Η τσάντα, ήταν πάντα μία και μαύρη, την έπαιρναν πάντα κάτω από την μασχάλη και ποτέ στον ώμο κρεμασμένη, ήταν δε η ίδια για όλα τα χρόνια μέχρι που άντεχε στην χρήση και, αν έλιωνε ή χαλούσε, όταν πήγαιναν να πάρουν άλλη, δεν έβρισκαν καμία που να τους κάνει. Ενώ σήμερα, οι δικές μας γυναίκες έχουν τσάντες μικρές, μεγάλες, πρωινές, βραδινές, καλοκαιρινές, χειμωνιάτικες, πολύχρωμες, μονόχρωμες και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα παπούτσια, και μετά δεν χωράνε στις ντουλάπες.
 Για τις καθημερινές τους μετακινήσεις, και για να κουβαλάνε συνήθως το πλέξιμο, η λύση ήταν χειροποίητες πέτσινες τσάντες που μέσα είχαν το πλέξιμο ή το κομμένο λίτρο(άλλη σπουδαία εφεύρεση ) για να μην λερώνεται η κουβαρίστρα, καμιά φορά χρησιμοποιούσαν το πορτοφόλι χωρίς λεφτά και πάντα ένα μαντιλάκι μέσα.
Αυτό με το μαντίλι άλλο πάλι· δεν πήγαινε κανείς πουθενά χωρίς μαντίλι. Οι  γυναίκες το είχαν πάντα μέσα στην τσάντα, οι γιαγιάδες περασμένο στην ζώνη συνήθως κάτω από το «τρούπου», και οι πατεράδες δεν έφευγαν από το σπίτι αν δεν το είχαν στην τσέπη τους. Ήταν τόσο σημαντικό που αν καμιά φορά ο πατέρας το ξεχνούσε, γύριζε πίσω από το καφενείο για να το πάρει. Το πόσο σημαντικό ήταν εξηγείται και από το γεγονός πως  το μαντίλι θεωρούνταν από τα πιο συνηθισμένα δώρα σε αρραβώνες, καθώς επίσης και το γεγονός ότι έμπαινε ως αμοιβή στα καπάκια των φέρετρων και το σταυρό των πεθαμένων για αυτούς που τα κρατούσαν. Υπήρχαν δε και μαντίλια πιο επίσημα με καλό τελείωμα καθώς επίσης και πένθιμα με μαύρη μπορντούρα στις άκρες όπως και παιδικά μαντιλάκια.
Οι πατεράδες τότε λοιπόν ράβανε τα ρούχα τους στο ράφτη, ειδικά τα ρούχα της δουλειάς που ήταν από ένα ύφασμα τύπου τζιν, το «μαλτέσκα» όπως το λέγανε. Από αυτό το ύφασμα ο ράφτης έκανε τα παντελόνια, το καπέλο για τη δουλειά και στους μάστορες, μάλιστα, έκανε ειδική θήκη για το μέτρο στο πλάι και συνήθως δώρο την ποδιά.
Μιας και μιλάμε για μόδα περασμένων ετών να σας φέρω στην μνήμη ένα από τα πράγματα που είδα από εκείνα τα χρόνια τώρα τελευταία. Τους  παιδικούς  μας σκούφους, τους θυμάστε; Εκείνους που μας έπλεκαν πάλι οι μανάδες μας οι χρυσοχέρες που σκεπάζανε τα αυτιά και τα μάγουλα και στην κορυφή είχαν μια φούντα, θαυμάσιοι!!! Τους είδα τώρα μες τον χειμώνα στα παιδάκια και τους χάζευα και έψαχνα να βρω και για την κόρη μου, την Ευτυχία.
Και εκεί που αναπολούσα τους παιδικούς σκούφους,  μια φωνή μα τι φωνή, φωνάρα θα έλεγα, με γύρισε στο σήμερα.
-Καλά, εγώ έχω πεθάνει από το πρωί να συμμαζεύω τα ρούχα και εσύ γράφεις για την εφημερίδα; Η γυναίκα μου ήταν πάνω από το κεφάλι μου και με αγριοκοίταζε έτοιμη να  εκραγεί από τον θυμό της.
-Μα … προσπάθησα να δικαιολογηθώ, είπα να φύγω από τα πόδια σου για να κάνεις τη δουλειά με την ησυχία σου, εξάλλου εγώ δεν έχω την απαραίτητη λεπτότητα που απαιτεί το δίπλωμα των ρούχων …
-Δεν ξέρω, να βρεις κάτι να κάνεις, μου έκοψε την φόρα, βρες κάτι να κάνεις, αρκεί να μην κάθεσαι , είπε και έφυγε στο άλλο δωμάτιο να συνεχίσει την δουλειά της.
Ουφ!  σκέφτηκα, φτηνά την γλίτωσα. Φανταστείτε να με έβρισκε ξαπλωμένο στον καναπέ τι θα άκουγα, ευτυχώς ήμουν στο γραφείο και σώθηκε κάπως η κατάσταση.
Μα τι σου είναι αυτές οι γυναίκες ρε παιδί μου, από τη μια, δεν προλαβαίνουν να αγοράζουν τσάντες, παπούτσια, ρούχα, και από την άλλη,  τσαντίζονται όταν έρθει η ώρα για συμμάζεμα και θέλουν και τη βοήθεια μας. Λοιπόν κορίτσια, αν, λέω αν ,αποφασίσετε κάποια στιγμή να  πάρετε λιγότερα πράγματα, και πιο εύκολα θα γίνεται η δουλειά σας και εμάς δε θα ζαλίζετε.
Άντε γεια, σας αφήνω, πάω να βρω να κάνω κι εγώ καμιά δουλειά μπας και ηρεμήσω την γυναίκα μου, τα λέμε πάλι…

Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2008 ΤΕΥΧ 22

      
 
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου