ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Σάββατο 3 Μαρτίου 2007

ΜΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΜΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Είναι 7:00 η ώρα το πρωί και κατά παράξενο τρόπο έξω από το «Ροδίνι» νυν «Γαρδένια» έχει πολύ κόσμο μαζεμένο. Ας πλησιάσουμε να δούμε τι συμβαίνει, μα … είναι παιδιά του δημοτικού!
Παιδιά χωρίς σχολικές τσάντες, με σακούλες στο χέρι και λίγο πιο καλά ντυμένα απ΄ ότι συνήθως. Καλά, τι συμβαίνει δεν έχουν σχολείο; Πλησιάζουμε και ρωτάμε τι συμβαίνει. Πάμε ημερήσια εκδρομή με λεωφορείο απαντούν.
Έτσι λοιπόν εξηγείται όλος αυτός ο κόσμος εδώ. Οι ημερήσιες συνήθως είναι μια φορά το χρόνο και όλα τα χρόνια νομίζω είναι ίδιες και οι διαδρομές « Βέροια – Έδεσσα – Νάουσα», «Βόλος» ή «Μετέωρα».
Ξαφνικά ακούγεται ένα κορνάρισμα, όχι δεν είναι συνηθισμένη κόρνα, είναι μια πολύ χαρακτηριστική κόρνα, είναι το λεωφορείο που ήρθε να πάρει τα παιδιά. (άσε που συνήθως είναι και «Γκουτζουρέλας».
Ας τα ακολουθήσουμε στην εκδρομή και ας γίνουμε ένα μαζί τους.
Ανεβαίνουν με τάξη στο λεωφορείο και κατά παράξενο τρόπο δεν υπάρχουν τσακωμοί ή προστριβές. Μα φίλοι μου, όλα είναι τακτοποιημένα από μέρες. Στην γαλαρία θα κάτσουν οι μεγάλες τάξεις. Ποιος θα κάτσει με ποιον έχει κανονιστεί μέρες πριν, ακόμη και το ποιος θα καθίσει δίπλα στο παράθυρο έχει γίνει συμφωνία. «Στο πήγαινε εσύ, στο έλα εγώ. Δίκαια πράγματα!»
Μόλις ανεβούν όλοι και ξεκινήσει το λεωφορείο πριν ακόμη τελειώσει το κορνάρισμα για την αποχώρηση και πριν ακόμη περάσει τον Αι Γιάννη, ακούγονται θόρυβοι, επικρατεί αναστάτωση.
Μα τι γίνεται, τι συμβαίνει;
Όλοι έχουν ανοίξει τις σακούλες που κρατούσαν στο χέρι και αρχίζουν να τρώνε τις προμήθειες, και τι προμήθειες, «Κισσ», «σοκοφρέτα», «μπισκότα». Πού να φας καθημερινή τέτοια πράγματα; Αισθάνεσαι λες και είσαι στον παράδεισο. Είναι τέτοια η αδημονία για να τα καταναλώσεις που το λεωφορείο μπορεί να μην έχει φτάσει στο «Μαρούλι» και συ να έχεις φάει τα πάντα ή τουλάχιστον να έχεις δαγκώσει από όλα.
Αυτό όμως που σε κάνει να νιώθεις πραγματικά τυχερός είναι η απόλαυση μιας «κοκα – κόλα». (σκεφτείτε μόνο να ανοίξεις νηστικός, πρωί – πρωί,  μια κόκα - κόλα κρύα και να πίνεις… «τι ασπιαλ» (σε ξεπλένει).
Στο κασετόφωνο ακούγεται ότι πιο «χιτ» της εποχής, από Σαλαμπάση και «Σ’ αγαπάω μ’ ακούς» μέχρι Έφη Θώδη και Ζόρα.
Στην πρώτη στάση, συνήθως μια μεγάλη πόλη, γίνεται το έλα να δεις. Τα λεφτά σε γαργαλάνε εδώ και ώρα στο παντελόνι, θέλεις να τα ξεφορτωθείς, άλλωστε ποτέ δεν είχες λεφτά στις τσέπες, συνήθως είχες μπίλιες. Τρέχεις να τα «στουμπίσεις» (χαλάσεις) και τι είναι το πρώτο πράγμα που αγοράζεις; Για σταματήστε εδώ, μην πάτε παρακάτω, θυμηθείτε, ανασύρτε μνήμες από το παρελθόν… βρε μην συνεχίζετε … σταματήστε και ταξιδέψτε λίγο πίσω…
Δεν ξέρω αν σκεφτήκαμε το ίδιο πράγμα, εγώ όμως θυμάμαι κάτι. Στην πρώτη στάση αγοράζαμε γυαλιά. Ναι, γυαλιά ηλίου και μάλιστα ότι πιο παράξενο (κάτι με καθρέπτες, κάτι με μεγάλους φακούς κ.α). Το έχω παρατηρήσει ρε παιδιά, μετά την πρώτη στάση όλοι μες στο λεωφορείο ήμασταν με γυαλιά ηλίου και φυσικά τα αγόρια με τα πουκάμισα ανοιχτά από το γιακά και κάτω.
Αν όχι στην πρώτη στάση, στην αμέσως επόμενη τα επόμενα λεφτά φεύγαν σε «μπιζού». Βέβαια, καλά διαβάσατε, τα αγόρια αγόραζαν χαϊμαλιά για το λαιμό με νεκροκεφαλές, τσεκούρια, φίδια (ούτε σατανιστές νάμασταν)  και σπάνια και κανά σταυρό. Τα κορίτσια αγόραζαν και κανά βραχιόλι ή κανά δαχτυλίδι και σταυρούς.(αυτές ήταν είναι και θα είναι πιο κοντά στην εκκλησία).
Και ενώ η εκδρομή συνεχίζεται περνώντας από αξιοθέατα και ωραίες διαδρομές ένα πράγμα συγκινεί  τους πάντες. Όταν δουν από μακριά για πρώτη φορά τη θάλασσα, τα μάτια ανοίγουν, όλοι τρέχουν προς τη μεριά του λεωφορείου που βλέπει την θάλασσα, σοκ, δέος, αγωνία να την δεις από κοντά.
Όταν φτάνεις κοντά πλησιάζεις δειλά – δειλά, πλησιάζεις όσο πιο κοντά μπορείς, πιάνεις το νερό με το χέρι, το βλέπεις διαυγές. Μα πού είναι το μπλε χρώμα; Εγώ ζωγραφίζω το νερό της θάλασσας πάντα μπλε, απορείς, δεν μπορεί, κάτι συνέβει…
Το ξεχνάς όμως αμέσως, δεν σε ενδιαφέρει πλέον, έχεις μπροστά σου την θάλασσα την ίδια, για πρώτη φορά βλέπει και αγγίζεις θάλασσα. (έχω την εντύπωση ότι αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από μας είδαμε για πρώτη φορά θάλασσα σ’ αυτές τις ημερήσιες εκδρομές).
Πάμε παρακάτω τώρα, αφού αποκτήσουμε μια σχετική άνεση στην παρουσία της θάλασσας, αρχίζει το παιχνίδι. Πέτρες στη θάλασσα, μιλάμε για το ποιος θα πετάξει πιο μακριά την πέτρα.(που να ξέρουν τα παιδιά να παίζουν με πέτρες, λες και έχει στο χωριό ή ρίχνουν για να κυνηγήσουν γίδια ή παίζουν μ’ αυτές;)
Έχουν μείνει λίγα λεφτά και έχει πάει σχεδόν μεσημέρι και δυο πράγματα σίγουρα θα κάνεις. Θα πάρεις σίγουρα ένα παγωτό (που θα είναι και το πιο μεγάλο, συνήθως πύραυλος) και θα πάρεις κάτι να φέρεις σπίτι για ενθύμιο. (καλά πως συμβαίνει και αγοράζαμε συνήθως όλοι ένα τζάκι ξύλινο με θερμόμετρο, δεν το έχω καταλάβει ακόμη και ας το έχω δει σε όλα τα σπίτια στο χωριό).
Φέρτε τώρα στο νου σας ένα συμμαθητή σε ημερήσια, φέρτε τον σαν εικόνα, ψάξτε και δείτε μια φωτογραφία. Γυαλιά ηλίου σχετικά τεράστια για το κεφάλι του, το πουκάμισο λίγο ανοιχτό, τα χέρια στη μέση, το ένα πόδι λίγο πιο μπροστά, το στεφάνι (είδος χωρίστρας) περιποιημένο, μπροστά από κανένα άγαλμα, τίποτα λουλούδια ή έξω από το λεωφορείο κλασικά.
Έχει φτάσει απόγευμα, αρχίζει ο δρόμος της επιστροφής, οι δάσκαλοι ευδιάθετοι, τα παιδιά χορεύουν άσματα της εποχής, αρχίζουν να κουράζονται, δεν το βάζουν όμως κάτω. Δείχνουν ο ένας στον άλλο τα νέα τους αποκτήματα, τι φέρνουν στους δικούς τους και λένε τι λεφτά φάγαν (στούμπισαν).
Φτάνουν στο χωριό. Οι γονείς τα μαζεύουν σπίτι, είδαν τόσα πολλά που το βράδυ οι αναμνήσεις και η κούραση θα τα παραδώσουν αμέσως στην αγκαλιά του ύπνου.
Γύρισαν από την εκδρομή «μπταλιου» (κουρασμένα) κατά τους γονείς ….  




Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2007 ΤΕΥΧ 16


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου