ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι χειμώνες


….  …
Ο φίλος μου ο Σούλης, μου λέει πως είμαι πολύ πεζός και καθόλου ποιητικός και εγώ του απαντώ, «το ξέρω και όσο και να προσπαθώ ν’ αλλάξω δεν μπορώ». Πρόσφατο παράδειγμα; Προχτές στο ραδιόφωνο άκουσα την Μπέλλου να τραγουδά ένα πάρα πολύ γνωστό τραγούδι
 «τα σπίτια είναι χαμηλά
σαν έρημοι στρατώνες
τα καλοκαίρια μας μικρά
κι ατέλειωτοι χειμώνες»
Δεν ξέρω, πού θα ταξίδευε το μυαλό του φίλου μου, που είναι πιο ποιητικός ακούγοντας αυτό το τραγούδι, αλλά εμένα, το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στους ατέλειωτους χειμώνες στο χωριό μας, με το πολύ χιόνι, τα νβάϊα και τα ντουρλάπια. Έτσι λοιπόν, θυμήθηκα εκείνες τις όμορφες κάτασπρες ημέρες.
Το σύνθημα ότι έρχεται «φουρτούνα», το έδιναν οι μεγαλύτεροι, όταν λίγο πριν πέσουμε για ύπνο, τους άκουγες να αναφέρονται σε δύο, τουλάχιστον, πράγματα: πρώτον, να φέρουν από το κατώι κανένα σακί με ξύλα στο σπίτι και δεύτερον, από την προτροπή «σι λόμου λουπάτα νουούντρου» (να πάρουμε το φτυάρι μέσα). Ήσουν, σχεδόν σίγουρος τότε, πως προμηνύεται μεγάλη φουρτούνα και το πρωί, μάλλον, δεν θα πάμε σχολείο.
Την επόμενη μέρα, οι αισθήσεις ξυπνούσαν μία - μία. Η ακοή, από τον θόρυβο που έκανε η μάνα, όταν άναβε χαράματα τη σόμπα και από τον αέρα, που άκουγες απ΄ έξω. Η αφή, επανέρχονταν σταδιακά πάνω στην παγωμένη μύτη που είχε μείνει έξω από τις βελέντζες όλη νύχτα ενώ, η όσφρηση και η όραση ξυπνούσαν από τον καπνό της σόμπας που προσπαθούσε να ανάψει αλλά, ο τρελοαέρας (ζουρλουβίντου) τον γύριζε μέσα στο σπίτι και η μάνα βλαστημούσε την ώρα και την στιγμή, λέγοντας «τουάρν απόντουλου ντι μπουχάρου» (γύρισε ο άτιμος ο καπνοδόχος).
Έτσι λοιπόν, ξεκινούσε μια μέρα με φουρτούνα στο χωριό. Μόλις πετούσες τις βελέντζες, πήγαινες στο παράθυρο να δεις το χιόνι  και αμέσως ερχόσουν σε άμεση επαφή μαζί του, μια που το χιόνι έμπαινε από τα παράθυρα που άφηναν «φυρό» από την πολυκαιρία και έτσι, του επέτρεπαν να μπει μέσα. Κοιμόσουν δηλαδή, κυριολεκτικά με το χιόνι δίπλα σου, στην κόχη. Το ίδιο γινόταν και στην εξώπορτα, όπου, το χιόνι έμπαινε από τις χαραμάδες και το πρωί, έβρισκες στη σάλα χιόνι.
Στη συνέχεια, με το που σηκωνόσουνα έπρεπε να μάθεις αν θα έχεις σχολείο. Περίμενες λίγο, μπας και ακουστεί τίποτα από τα μεγάφωνα που συνήθως δεν ακουγόταν, λόγω της κακής εγκατάστασης αλλά και του αέρα, και τότε ξεκινούσες για το σχολείο. Παρόλο που μπορεί να ήσουν 8 ή 10 χρονών σε στέλνανε έξω στον «κατακλυσμό», με μισό έως ένα μέτρο χιόνι, να περάσεις από τα νβάϊα που σε ξεπερνούσαν για να πας στο σχολείο μόνος σου, χωρίς καμιά έγνοια και αίσθηση του κινδύνου. Αλλά το περίεργο είναι, πως και εσύ, ο ίδιος πήγαινες, μια που το θεωρούσες εντελώς φυσικό να πας για να δεις αν θα κάνεις μάθημα. Αφού λοιπόν δε θα γινόταν μάθημα λόγω κακοκαιρίας, επιστρέφαμε σπίτι και μόλις μας έβλεπαν οι μανάδες, άνοιγε η καρδιά τους.
- τσί β΄τουρνάτου τασι αμβιτστσατς β΄ρ΄ γράμμ νού πουτέτς κ΄άρι φουρτούν τασι ουρδινάτς σούσου νκιόσου λα αρούδικου ιάστι βιάρ..
- μπρός κουλιψίτς κούρλου  λα κόχη κ΄ άμου λούκρι.
- (Τι γυρίσατε; Για να μάθετε γράμματα δεν μπορείτε, έχει φουρτούνα, για να πηγαίνετε πάνω κάτω και να κάνετε γλίστρα, είναι καλοκαίρι. Εμπρός, καθίστε στον «ποπό» σας, στην κόχη, και μην σηκώνεστε γιατί έχω δουλειές).
Τώρα πώς βρίσκανε, ακόμη και στην φουρτούνα και κάνανε δουλειές δεν το κατάλαβα ποτέ! Η αλήθεια είναι πάντως, πως τον ΄΄ποπό΄΄ τους δεν τον ακουμπούσαν κάτω, ακόμη, και μια τέτοια μέρα.
Γύριζες λοιπόν σπίτι και έψαχνες να βρεις κάτι να παίξεις και να απασχοληθείς. Βλέπετε, δεν είχαμε όλοι τηλεοράσεις αλλά, και τα τότε κανάλια, το πρωί, δεν είχαν πρόγραμμα και όταν άρχιζε, το απόγευμα, «έρμα ντι κιρέϊ», την άτιμη την κεραία, την είχε γυρίσει ο αέρας. Βλέπετε, χιόνια έξω, χιόνια και στην τηλεόραση.
Καθόσουν τότε στο παράθυρο και έβλεπες το χιόνι, πράγματι, να το στριφογυρίζει ο αέρας και περίμενες να περάσει κανένας από το σοκάκι ή γκιριζίκα  για να μετρήσεις, πόσοι κυκλοφορούν μέσα στη φουρτούνα.
Το παιχνίδι – λέμε τώρα παιχνίδι- διέκοπτε η μάνα που είχε ετοιμάσει για πρωινό καμιά τζάμα ή κανένα κουλιάσου, που θα είχε μέσα και τσιγαρίδες, αν ήταν μετά τα Χριστούγεννα. Φυσικά, δεν υπήρχαν πιάτα για τον καθένα αλλά στρώνανε στην κόχη μια μεγάλη πετσέτα, η βάρκα έμπαινε στην μέση και … ορμάτε ….
Έτσι, η μέρα κυλούσε στο καθημερινό δωμάτιο με τη σόμπα «μπουμπουκάνιε» ενώ, το υπόλοιπο σπίτι ήταν παγωμένο. Μόνο στις γιορτές ή κάποια άλλη επίσημη μέρα που ερχόταν κόσμος, έβαζαν το μαγκάνι αν είχανε ή αλλιώς το δανειζόταν για να σπάσει λίγο το κρύο.
Θυμηθείτε λίγο παλιά, τις γιορτές, όταν ερχόταν ο κόσμος, μόλις μπαίνανε μέσα στο σπίτι, τους προέτρεπαν να περάσουν «λα ουντάουλου ντι σ’ ντιαρι τσι αβεμ σομπα», στο δωμάτιο που καθόμαστε και έχουμε τη σόμπα, γιατί αν είχες πέσει σε ώρα που είχε πολύ κόσμο, τότε σε πηγαίνανε στη σάλα ή στην κρεβατοκάμαρα «ουντάουλου τσια μπούνλου», όπου υπήρχε ένα μαγκάνι για να ζεσταθείς. Όσο για σαλόνι, ούτε λόγος, ούτε καν ξέραμε ότι υπάρχει, έστω σαν χώρος σε κάποια σπίτια.
Την ησυχία της μέρας, τη διέκοπταν οι καμπάνες που χτυπούσαν ξαφνικά, όταν άναβε κάποια καπνοδόχος, «σι’ ακτσ μπουχαρλου» και καλούσαν μ’ αυτό τον τρόπο βοήθεια από τους γείτονες.
Το βράδυ, όσοι κοιμότανε σε άλλο δωμάτιο θα είχανε παρέα τα τούβλα. Οι μάνες ζεσταίνανε δυο τούβλα στις σόμπες και τα βάζανε κάτω από τις φλοκάτες στο δωμάτιο που δεν είχε σόμπα και έλεγαν, «χ’μαμι βου αντράϊ μπρος σόμνου» (χαμάμ σας το έκανα, εμπρός ύπνο). Έμπαινες, λοιπόν, και συ κάτω από τις βελέντζες και τις φλοκάτες που από το βάρος τους, νόμιζες πως δεν θα ξανασηκωθείς και κοιμόσουν, σαν πουλάκι. Πριν κοιμηθείς όμως, έπρεπε να επισκεφθείς την τουαλέτα, πώς όμως με τόσο κρύο και χιόνι; Όσο για πλύσιμο των δοντιών, ήταν άγνωστο πράγμα. Αν ήταν Σάββατο και έπρεπε να πλυθούμε, το μπάνιο πήγαινε απευθείας για την άλλη εβδομάδα. Έτσι λοιπόν, αν ήθελες να κατουρήσεις, άνοιγες την πόρτα και κατευθείαν έξω στο χιόνι ή αν ήσουν πολύ μικρός, στο γιογιό. Αν όμως ήθελες το χοντρό, τότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, η τουαλέτα ήταν 10 -15 μέτρα μακριά και μπορεί να είχε και λίγο χιόνι μέσα γι’ αυτό, το ξανασκεφτόσουν και το άφηνες για την επόμενη ημέρα ή τα έκανες στο γιογιό αν το επέτρεπε η ηλικία σου, φυσικά.
Η φουρτούνα μπορεί να κρατούσε και δυο ή τρεις μέρες, τίποτε όμως, δεν σε έκανε να βγεις έξω από το σπίτι. Τα πάντα υπήρχαν στο υπόγειο, όλα τα σπίτια είχαν τα βασικά, στο κατώι. Το αμπάρι ήταν γεμάτο αλεύρι για το ψωμί που η μάνα το ζύμωνε και το έψηνε στην σόμπα, υπήρχε ένα δοχείο με μπλάνα (φέτα) και σίγουρα, κεφαλοτύρι. Το κεφαλοτύρι, το τρώγαμε με ψωμί «μπρτζλιτου» στην σόμπα. Ακόμη, υπήρχε πάντα πολύ πατάτα και μάλιστα σκεπασμένη με χράμια για να μην παγώσει το χειμώνα. Υπήρχαν σίγουρα πράσα, που ο κόσμος τα προμηθεύονταν το φθινόπωρο. Της πρασοπαναγίας αγόραζαν δεμάτια ολόκληρα και τέλος, σακούλες από ύφασμα μέσα στις οποίες υπήρχε ο τραχανάς που κάνανε το καλοκαίρι. Κάποιοι είχανε και μελιτζάνες τουρσί για μεζέ με το τσίπουρο ή για τις νηστείες.
Όταν η φουρτούνα άρχιζε να υποχωρεί (όταν η φουρτούνα έδινε πίσω) οι δρόμοι γέμιζαν με παιδιά, έφτιαχναν σπηλιές μέσα στο χιόνι, παγίδες για να πέσει κάποιος, έπαιζαν χιονοπόλεμο και έτρωγαν παγωτά από τον πάγο που κρεμόταν από τα παράθυρα ή τις στέγες των σπιτιών και φυσικά, ατέλειωτες ώρες γλίστρας στο χιόνι, γλίστρα με σκαρπίνια, με σακούλες από λίπασμα και φυσικά, δεν έλειπαν οι φωνές από τις γυναίκες της γειτονιάς που μας κυνηγούσαν, γιατί λέγανε, πως θα σκοτωθεί κόσμος.
Για το παιχνίδι στο χιόνι παίρναμε τα κατάλληλα μέτρα. Ήμασταν όλοι εξοπλισμένοι στο φουλ, με φανέλες μάλλινες, σκουφούνια, μπλούζες πλεκτές, όλα πλεγμένα από τη μάμα ή τη νένια.
Ένα δύο βράδια μετά την φουρτούνα ήταν η ώρα για «ουσπέτου», βεγκιέρα. Πηγαίναμε λοιπόν, όλοι μαζί, οικογενειακώς σε κάποιον γείτονα ή θείο. Ο οικοδεσπότης σε κερνούσε πίτα ντι αλουάτου ή μπ’τούτα, άλλες φορές, μπομπότα ή πιλάφι γλυκό. Οι άντρες έπιναν τσίπουρο ή κόκκινο κρασί και συζητούσαν και οι γυναίκες έπλεκαν, εκτός αν ήταν «σρμπτουαρι», γιορτή, τότε συζητούσαν και κουτσομπόλευαν και εκείνες. Οι γυναίκες στο χωριό για να μετακινούνται με ασφάλεια στους παγωμένους δρόμους είχαν βρει το εξής τέχνασμα: φορούσαν κάλτσες πάνω από τα παπούτσια τους για να μη γλιστράνε. Το «ουσπέτου» τελείωνε με την πρόφαση «φουτσίμ κ’ βα ν σιαστίγκ σόμπα» (φεύγουμε γιατί θα μας σβήσει η σόμπα) και φυσικά, αυτό ήταν πρόφαση γιατί η σόμπα ποτέ δεν έμενε αναμμένη τα βράδια, απλά ήταν δικαιολογία για να σηκώσουν τους άντρες από το τσίπουρο.
Αν ο καιρός μαλάκωνε επειδή είχε νοτιά, τα χιόνια έλιωναν και δημιουργούνταν τα ντουρλάπια, τα οποία είναι ότι χειρότερο γιατί είναι κάτι ανάμεσα σε χιόνι και νερό και ούτε να παίξεις μπορείς αλλά και οι κάλτσες βρέχονται αμέσως.
Το βράδυ πριν κοιμηθούμε, όλοι προσέχουν, όπως είπαμε, το φτυάρι να είναι από μέσα και οι βρύσες ανοιχτές να τρέχουν για να μην παγώσουν και άντε μετά, με ζεστό νερό ή κάρβουνα να τις  ξεπαγώσουν.
Άλλη μια μέρα με φουρτούνα φτάνει στο τέλος. Μπαίνεις ξανά στις φλοκάτες και τις αισθήσεις σου πλέον, αποκοιμίζουν άλλα πράγματα. Την όσφρηση την αποκοιμίζουν τα ξύλα στο φούρνο που θα κάνουν το άναμμα της σόμπας πιο εύκολο το πρωί και η μυρωδιά από το μεσημεριανό κουτσάνου. Η γεύση προσπαθεί να αποκοιμηθεί αλλά τα «πούσκουρια» από τη φαρνάρσα με κεφτέδες από αυγά τη δυσκολεύουν. Η όραση απασχολείται μες το σκοτεινό δωμάτιο από την αντανάκλαση της σόμπας στον απέναντι τοίχο και την καντήλα που καίει. Η αφή νιώθει τα κιλίμια που στρώθηκαν αντί για σεντόνια και την βελέντζα να τσιμπάνε σιγά- σιγά, το «γκουντόρου» από τη σόμπα υποχωρεί, μύτη και αυτιά αρχίζουν να κρυώνουν.
Την ακοή την κοιμίζει ο αέρας που φυσάει, η σόμπα που μπουμπουνίζει και τα μουλάρια στο παχνί που ακούγονται από το ξύλινο πάτωμα με τους διάφορους ήχους που βγάζουν από όποιο μέρος του σώματος μπορούν. Την πανδαισία ήχων συμπληρώνει το γκιούμι που έβαλε στη σόμπα η μάνα και τσιρτσιρίζουν τα νερά που δεν σκούπισε απ΄ έξω. Η ώρα όμως, πέρασε και παραδίνεσαι στην αγκαλιά του ύπνου με την ελπίδα, πως αύριο, δεν θα έχει σχολείο καθώς η φουρτούνα συνεχίζεται.
Ρε παππού, σταμάτα να κλάνεις ….


Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2010ΤΕΥΧ 38

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου