ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Μπρε – μπρε ντουνταμπρέ



Τα κόλιντα πέρασαν, την βασιλόπιτα την φάγαμε και αφού φωνάξαμε «κύραλέσον και πλουσκουτέσον» στα Σίγνια έκλεισε ο κύκλος των γιορτών των Χριστουγέννων.
Και τώρα έφτασε η ώρα για τα πουρνάρια. Αμέσως μετά τις γιορτές τα παιδιά ξεκινούσαν να μαζεύουν πουρνάρια διότι έπρεπε έως την Κυριακή των απόκρεων να έχουν μαζέψει τα περισσότερα πουρνάρια και να έχουν στην γειτονιά τους τον μεγαλύτερο φανό του χωριού.
Κάθε απόγευμα λοιπόν μετά το σχολείο αφήνανε την τσάντα του σχολείο και αρπάζανε το τσεκούρι από το «κατώι» και ξεκινούσαν να κόψουν πουρνάρια.
Έτσι λοιπόν ξεκινούσαν χωρίς να σκέφτονται το κρύο που συνήθως έκανε στο χωριό. Πηγαίνανε λοιπόν στις περιοχές γύρω από το χωριό που είχε πουρνάρια και κόβανε τα πιο φουντωτά. Στη συνέχεια τα κομμένα από τις πλαγιές που μόνο τέτοιες έχει το χωριό, τα μεταφέρουν σε κάποιο κοντινό δρόμο και εκεί τα κάνουν δεμάτια «πιρτσάτια». Αφού τα δέσουν με σύρματα τα σέρνουν μέχρι το χωριό και τα στοιβάζουν στο φρούριό τους. Κάθε γειτονιά έχει το δικό της φρούριο το οποίο φυλάγεται έως αργά το βράδυ. Τα παιδιά προσέχουν και φυλάγουν τα πουρνάρια επειδή η μια γειτονιά προσπαθεί να κλέψει πουρνάρια από την άλλη. Στο φύλαγμα αυτό συμμετέχει όλη η γειτονιά. Οι γονείς και οι γείτονες έχουν την έγνοια και φυλάγουν καλά όλα τα πουρνάρια που μάζεψαν τα παιδιά επειδή φοβούνται μην τα κλέψουν και «πάει χαράμι ο κόπος των παιδιών». Βέβαια δεν κλέβουν μόνο τα πουρνάρια από τις αντίπαλες γειτονιές αλλά και τσάχνα από τα σπίτια που τα έχουν μαζέψει για τον φούρνο ή την γάστρα ή ακόμη για να ταΐσουν τις γίδες.
Από τα Φώτα λοιπόν έως την Κυριακή των Απόκρεων τα παιδιά έχουν δουλειές μια που κάθε απόγευμα μετά το σχολείο και το Σάββατο είναι όλη μέρα στα πουρνάρια. Μόνο το Ψυχοσάββατο κάνουν ένα διάλλειμα και πηγαίνουν στα μνήματα. Εκείνη την ημέρα ξέρουν πως μοιράζουν στάρι και γλυκά για τους πεθαμένους και είναι μια ευκαιρία να φάνε κάτι που δύσκολα θα ξαναβρούνε. Μην νομίζετε πως τα γλυκά ήταν τότε όπως σήμερα που στα ντουλάπια ή στο ψυγείο θα υπάρχει σίγουρα κάτι γλυκό. Τότε ακόμη και το γλυκό του κουταλιού που έκαναν οι μανάδες μας ήταν απαγορευμένο και καλά κρυμμένο.
Όσο πλησίαζαν οι μέρες για την αποκριά μικροί μεγάλοι ντυνόταν κάθε βράδυ «παππούδες»
Βα ν αντρμ πάπιανι; (θα γίνουμε παππούδες;) ήταν η ερώτηση που σχεδόν είχε πάντα καταφατική απάντηση. Άλλωστε πως θα περνούσε και λίγο ευχάριστα η ώρα κάνοντας κάτι διαφορετικό;
Ο κάθε ένας ντυνόταν «παππούς» για διαφορετικούς λόγους. Τα μικρά παιδιά για να διασκεδάσουν, το έβλεπαν σαν παιχνίδι. Τα αγόρια που ήταν για παντρειά για να δουν ελεύθερα κορίτσια στα σπίτια που θα πήγαιναν και οι γυναίκες για να μπουν σε σπίτια που δεν είχαν μπει ή για να δουν πόσο νοικοκυρές και πόσο προκομμένες ήταν κάποιες άλλες ή για να βγουν να κάνουν καμιά βόλτα στα καφενεία και στις καφετερίες και για να δουν πως διασκεδάζουν  οι νέοι.
Καλά για τις στολές που θα φορούσαν ούτε λόγος. Παίρνανε κάποια κουρέλια (κρ΄πια) από το υπόγειο, τα ρούχα της γιαγιάς ή του παππού (εξού και το παππούδες και μακούδες), τα ρούχα από κάποιον που είχε απολυθεί από το στρατό και στο πρόσωπο αντί για μάσκες (που δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή) βάζανε καλέμια τα οποία βόλευαν πολύ γιατί μπορούσες να καπνίσεις, ή να πιεις κανένα τσίπουρο. Στα χέρια φορούσαν κάλτσες για να  μην καταλαβαίνουν αν είναι άνδρας ή γυναίκα. Τελευταίο αξεσουάρ της στολής ήταν ένα πράσο στο χέρι για να χτυπάς και κανένα κεφάλι.
Την τελευταία Παρασκευή πριν τις Αποκριές τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο ντυμένα   καρναβαλάκια και ακολουθούσε «’επίσκεψη» του ενός σχολείου στο άλλο σε πνεύμα αβρότητας, συμφιλίωσης, και αλληλοκατανόησης!!! (Καλά μιλάμε για πολλή ξύλο κατά την διάρκεια των επισκέψεων, μπάτσες και παταρές ήταν το πιο πρόχειρο κέρασμα.)
Την Κυριακή της Αποκριάς μετά την εκκλησία ο κόσμος πηγαίνει να κεράσει τις καινούργιες νύφες. Οι νύφες που ήταν νιόπαντρες ή μόλις είχαν αρραβωνιαστεί περίμεναν στο σπίτι τους το σόι του γαμπρού. Φορούσαν  το καλύτερό τους φόρεμα και τα κοσμήματα που τις είχανε κεράσει στον αρραβώνα, και στο κεφάλι ένα ψεύτικο στέμμα ή κορώνα από χαρτόνι. Στη συνέχεια κερνούσαν τους καλεσμένους οι οποίοι με την σειρά τους ανταπέδιδαν την φιλοξενία βάζοντας χρήματα στο χέρι της νύφης όταν την χαιρετούσαν φεύγοντας.
Τα παιδιά κυκλοφορούσαν με καπέλα καουμπόικα στο κεφάλι και ραμμένες παντελίτσες στο παντελόνι.  Που λεφτά για στολές!!! Να σκεφτείτε πως δεν είχαμε λεφτά ούτε για να πάρουμε καψούλια για να κάνουμε το αντέτι.  Τα κορίτσια από ότι θυμάμαι και αυτά φορούσαν καπέλα καουμπόικα αλλά κάποια φορούσαν κάποια πολύχρωμα καπέλα σε σχήμα κώνου  που παρέπεμπαν σε πριγκίπισσες.
Το μεσημέρι στήνονταν ο φανός από τους άντρες της γειτονιάς. Τα πιο παλιά χρόνια ο φανός στήνονταν στο πιο μεγάλο άνοιγμα που υπήρχε στην γειτονιά, αργότερα όμως που τα καλώδια της ΔΕΗ και του ΟΤΕ γίνανε περισσότερα καθώς και ότι κάποιοι δεν θέλανε το καπνό από τον φανό να φτάνει στο σπίτι του, η εύρεση της θέσης του φανού γινόταν όλο και πιο δύσκολα. Μόλις λοιπόν, ήταν έτοιμος ο φανός τα κορίτσια τον έντυναν με σαρμπαντίνες και όλοι περιμέναμε το βράδυ
Το απόγευμα είχαμε άλλες υποχρεώσεις. Θεωρώ πως ήταν από τις καλύτερες υποχρεώσεις που είχα στην παιδική μου ηλικία. Οικογενειακός οι μικρότεροι πηγαίνανε στους μεγαλύτερους θείους και παππούδες για ευχές. Ο μικρότερος έσκυβε και φιλούσε το χέρι του μεγαλύτερου λέγοντας «συγχωρεμένα» για όλα όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη χρονιά. Όλοι οι μεγάλοι έδιναν ένα χαρτζιλίκι στα μικρά παιδιά, τυχεροί ήταν αυτοί που είχανε μεγάλο σόι γιατί μαζεύανε πολλά λεφτά. Υπήρχε βέβαια και η περίπτωση να έχεις μικρό σόι αλλά πλούσιο, ήταν όμως πολύ σπάνιο αυτό.
Μόλις έπεφτε το σκοτάδι ήταν η ώρα του φανού. Έτσι κάποιος μεγάλος περίελουζε τον φανό με πετρέλαιο ή πιο παλιά έβαζαν κάποια ξερά μικρά κλαδάκια σε δυο τρία σημεία του φανού και τα ανάβανε. Όλη η γειτονιά  ξεκινούσε τα τραγούδια και τον χορό με  «μπρε – μπρε ντουνταμπρέ» και αυτοσχέδιους μασκαρλίτικους στίχους (κάποια στιγμή θα πρέπει να καταγραφούν). Πριν σβήσει τελείως ο φανός τα παιδιά έβαζαν αγώνες ποιος θα πηδήξει πάνω από τα κάρβουνα. Αφού ο φανός έφτανε στο τέλος του όλοι μαζευότανε στο σπίτι του παππού και τις γιαγιάς για φαγητό. Μετά το φαγητό ήταν η ώρα για την «αμ’ χάσκα». Σε μια ξάλα (πλάστη) έδεναν με ένα σχοινί ένα κομμάτι χαλβά (άσπρος σκληρός, και νομίζω πως μόνο στο Λιβάδι το βρίσκει κανείς). Άλλοι αντί για χαλβά βάζανε αυγό, λουκούμι ή ένα κομμάτι τυρί.
Ο παππούς ή ο μεγαλύτερος της οικογένειας κρατούσε την ξάλα και πηγαίνοντας μπροστά στον καθένα την  κουνούσε πέρα δόθε μπροστά του ώστε ο άλλος να καταφέρει να πιάσει ότι ήταν κρεμασμένο με το στόμα χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Από τις πιο αστείες στιγμές του αμ’ χάσκα όταν κάποιος παππούς δάγκωσε το χαλβά και του έφυγε από το στόμα ο χαλβάς μαζί με τη μασέλα.
Στα σπίτια που είχανε καινούργιες νύφες, εκείνες που είχανε κεράσει χρήματα το πρωί πήγαινε το σόι του γαμπρού και γλεντούσανε όλη νύχτα. Βέβαια τους επισκεπτότανε και όλα τα καρναβάλια του χωριού για να δούνε πως γλεντάνε. Άλλωστε αυτό ήταν αναμενόμενο γιατί πώς αλλιώς θα γινόταν θέμα προς συζήτηση για τις επόμενες ημέρες από τις γειτόνισσες και από άλλους;
- τ’ καμό μβιάστα, κιντισιτ
Η Καθαρή Δευτέρα έδινε τέλος στο όλο πανηγύρι. Οι νοικοκυρές πλένανε με στάχτη τις κατσαρόλες και τα τηγάνια ενώ ξεκινούσε η νηστεία. Στους δρόμους χόρευαν τα αγόρια γαϊτανάκι και περνούσε η καμήλα (μουλάρια ή αυτοσχέδιες κατασκευές τροποποιημένες έτσι ώστε να μοιάζουν με καμήλες). Οι νύφες (ε, είχαν την τιμητική τους αυτές τις ημέρες) ετοίμαζαν το κουσιάφι και μοίραζαν στα συμπεθέρια. Καλά για χαρταετούς ούτε λόγος. Πολύ αργότερα κάποιοι άρχισαν δειλά δειλά να κατασκευάζουν αυτοσχέδιους με εφημερίδες ή χαρτιά από το Παλλάς που κατέληγαν κρεμασμένοι πάνω στα δέντρα στο παλιό γήπεδο του Κιόσκι.
Ακόμη μιας και εμείς περάσαμε μια ακόμη χρονιά μέσα από την στήλη αυτή της εφημερίδας, θα ήθελα να πω σε όλους τους αναγνώστες που ίσως έθιξα ή πιθανό να πείραξα με τα προηγούμενα άρθρα, ένα μεγάλο «συγχωρεμένα» όπως λέγαμε παλαιότερα τέτοιες μέρες.
Συγχωρεμένα λοιπόν σε όλους.


Υ.Γ Ας πούμε συγχωρεμένα μια και είναι το ημερών μπας και σβήσουμε από την μνήμη μερικών κάποιες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ για είμαστε «καθαροί» για ακόμη περισσότερες…


Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2011 ΤΕΥΧ 39

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου