ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Καλό χειμώνα !!!




Καλοκαίρι τέλος !
Καλό χειμώνα λοιπόν, τα κεφάλια όλοι μέσα, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
Ο Σεπτέμβρης έφθασε, και μπορεί τα πρωτοβρόχια που μαθαίναμε στο σχολείο να μην ξεκίνησαν, η φθινοπωρινή του θλίψη όμως για τη λήξη του καλοκαιριού και το τέλος των διακοπών μας επηρέασε όλους.
Όλους ; Όχι όλους˙  μάλλον κάποιοι τώρα θα ξεκουραστούν για λίγο και αισθάνονται κάποιο βάρος να έφυγε από πάνω τους.
Μα ποιοι είναι αυτοί που επιτέλους χαίρονται που έφυγε το καλοκαίρι, ενώ εμείς προσπαθούμε να το κρατήσουμε με νύχια και με δόντια ,πότε με μια βόλτα για Σαββατοκύριακο στο Λιβάδι και πότε με κάποιο έκτακτο μπάνιο σε μια κοντινή παραλία ελπίζοντας πως δεν θα είναι και το τελευταίο μας;
Είναι οι γυναίκες στο χωριό φίλοι μου που λένε: πάει και αυτό το καλοκαίρι, τις κάναμε τις ετοιμασίες και γι’ αυτόν τον χειμώνα που έρχεται, τα γλυκά, το μαλλί, ο τραχανάς , τα ξύλα είναι έτοιμα.
Οι δουλειές τους αρχίζουν με την έναρξη του καλοκαιριού. Κάθε νοικοκυρά έχει κάνει το πλάνο της για το χειμώνα που έρχεται, έχει ελέγξει τα αποθέματα γλυκού της περσινής χρονιάς και αν έχει και κάποιο προγραμματισμένο γεγονός (γάμο, βάπτιση, αρραβώνα) τότε σίγουρα πρέπει να ετοιμάσει κάποιο γλυκό του κουταλιού.
Τα γλυκά γίνονται από διάφορα κυρίως φρούτα (βερίκοκο, κεράσι, σύκο, καρπούζι, κ.ά), ξεχωριστή περίπτωση το γλυκό από καρύδι που γίνεται από χλωρά καρύδια και αποτελεί και τον βασιλιά των γλυκών καθώς είναι το πιο επίσημο και το πιο δυσεύρετο (όπου σας το προσφέρουν μη χάσετε την ευκαιρία να το δοκιμάσετε, τιμήστε το δεόντως).
Η παρασκευή τους σχεδόν παρόμοια, μούλιασμα στον ασβέστη, βράσιμο , και, τέλος, το «δέσιμο» του σιροπιού.
Θυμάμαι πάντα η μάνα μου, όταν έκανε γλυκό, καλούσε πάντα την μεγαλύτερή της αδελφή, τη θεία Αννούλα, να δώσει την έγκρισή της για το αν το γλυκό ήταν εντάξει και αν είχε δέσει το σιρόπι του .Η θεία ήταν πιο έμπειρη και είχε της δικές τις τεχνικές,  για παράδειγμα έριχνε μια σταγόνα σιρόπι στο νύχι από το δάχτυλο της και το γύριζε προς τα κάτω,  αν η σταγόνα έμενε στο δάχτυλο και δεν έπεφτε στο χώμα, το σιρόπι ήταν έτοιμο, αλλιώς γύριζε και έλεγε στην μάνα μου : βά νίκα νιθιάμ΄ τα σι ι λιάγκ (θέλει λίγο ακόμα για να δέσει ).
Ιδιαίτερη ήταν η παρασκευή του καρυδιού, γιατί κατά το καθάρισμα μαύριζαν τα χέρια˙  έτσι όσους έβρισκες με μαύρα χέρια, ήξερες πως είχαν κάνει γλυκό από καρύδι που ήταν και το πιο δυσεύρετο και το πιο επίσημο αντίθετα με το γλυκό από τρίφτου (καρπούζι – κυδώνι), που ήταν της σειράς.
Αφού τελείωναν με το γλυκό, ξεκινούσαν  με το μαλλί. Παντού οι γυναίκες˙  στο κούρεμα, στο πλύσιμο (σε κάποιο ποτάμι, στην Πιπίκα, στις Τρεις Βρύσες ή στην Κούλια) στο ξάγνισμα (σκρμινάρια) , στον αργαλειό και στο τσικρίκι.
Στο ξάγνισμα μαζευόταν όλες οι γυναίκες στην αυλή και με πολύ κουτσομπολιό και λιγότερη κούραση, νομίζω, άνοιγαν το μαλλί. Η νοικοκυρά που είχε το μαλλί, για να τις ευχαριστήσει για τη βοήθειά τους συνήθως ετοίμαζε και ένα πιλιάφ. Στη συνέχεια το μαλλί θα πήγαινε για τη ρόκα, στο τσικρίκι, τον αργαλειό, ή σε ένα από τα λαναριστήρια του Πάππα, του Χατζή ή του Καρατζήκα. Όλα εξαρτιόταν από τη μετέπειτα χρήση του μαλλιού.
Σειρά έπαιρνε, μετά, ο τραχανάς˙  αφού έπαιρναν το στάρι, το πήγαιναν σε κάποιον που είχε μηχανή για να το αλέσουν. Όσοι δεν είχαν πρόβατα για να έχουν και δικό τους γάλα, συνήθως τους το έφερνε κάποιος γείτονας ή γνωστός. Η νοικοκυρά έβαζε πρωί – πρωί το καζάνι στη φωτιά και αναμειγνύοντας τα υλικά έκανε τον τραχανά. Το καλύτερο για μας τα παιδιά ήταν να φάμε τον τραχανά που είχε κολλήσει στο καζάνι.
Κατόπιν, αφού τον περνούσαν από το κόσκινο (τσίρου), τον άπλωναν πάνω σε σεντόνια στο μπαλκόνι για να στεγνώσει, και, για να μην πάνε τα πουλιά και φάνε από τον τραχανά, δίπλα βάζανε κούκλες. Ναι κούκλες, δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά στο σπίτι μας, όπως και σε άλλα σπίτια που θυμάμαι, πάνω στο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας με τα ορθογώνια (μαξιλάρια), πάντα υπήρχε μια μεγάλη κούκλα κάτι σαν ντεκόρ, εικαστική παρέμβαση πείτε το, πάντως, αυτές τις κούκλες μετά, τις βάζανε για να φυλάνε τον τραχανά. Σπίτι μας την ημέρα που κάναμε τον τραχανά ερχόταν συνήθως και η γιαγιά, η θείτσα Ανθινούσα. Έπαιρνε, λοιπόν, η γιαγιά ένα ξύλο (βίτσα) ή ένα κομμάτι πανί, καθόταν σε μια σκιά και έδιωχνε τα πουλιά που πήγαιναν στον τραχανά. Αφού στέγνωνε ο τραχανάς, τον μάζευαν σε ένα μικρό πάνινο σακί και τον αποθήκευαν  για τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Η τελευταία δουλειά του καλοκαιριού, που σήμαινε και το τέλος του, ήταν τα ξύλα ˙ τα μαρκότσια  - κορδέλες (οι μηχανές που έκοβαν τα ξύλα) αντιλαλούσαν σε όλο το χωριό. Τα τσεκούρια έδιναν και έπαιρναν, και οι δρόμοι γέμιζαν πριονίδια. Στο κόψιμο τον ξύλων έτρεχαν όλοι να βοηθήσουν, φίλοι, γείτονες και συγγενείς. Οι άντρες έσκιζαν και οι γυναίκες συνήθως κουβαλούσαν, τα μικρά αγόρια ξεκινούσαν από το κουβάλημα και περίμεναν πότε θα μεγαλώσουν για να πάρουν το τσεκούρι στα χέρια τους και αυτά. Σκεφτείτε να κουβαλήσεις ξύλα σε κάτι σοκάκια που δεν χωρούσε το αυτοκίνητο, έπρεπε να τα πιάσεις τρεις , τέσσερις φορές στα χέρια. Χαρακτηριστική εικόνα εκείνης της περιόδου, τα «ροζάρικα» που έμεναν στις γωνιές έξω από τα σπίτια (τα ροζάρικα ήταν ξύλα που δεν σκίζονταν με το τσεκούρι γιατί είχαν ρόζους και  έπρεπε να ξαναπεράσει η κορδέλα να τα κόψει).
Έτσι λοιπόν περνούσαν τα καλοκαίρια στο χωριό κυρίως οι γυναίκες ˙ πώς να μην λένε, λοιπόν, να ’ρθει ο χειμώνας να ησυχάσουμε.
Θα μου πείτε ησύχαζαν όλο το χειμώνα και κάθονταν; Όχι βέβαια. Το χειμώνα είχαν άλλες δουλειές, αλλά τουλάχιστον είχαν τελειώσει αυτές του καλοκαιριού και τους είχε φύγει το μεράκι (έγνοια) με το μαλλί, το γλυκό και τα άλλα, και ήταν έτοιμες να υποδεχτούν το χειμώνα με τις δικές του πλέον δουλειές, τις γιορτές, τα λουκάνικα το τίναγμα της σόμπας, … κ.ά   

    
Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2007 ΤΕΥΧ 19 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου