ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Να κερδίστε το όνομα…

Ντρίίίν το τηλέφωνο χτυπάει.
-Παρακαλώ;
-Έλα τι κάνετε ο Γιώργος είμαι
-Γειά σου Γιώργο, καλά εσείς;
-Χρόνια πολλά να τον χαίρεστε και ότι επιθυμείτε (η ευχή δίνετε με διάφορες παραλλαγές ανάλογα με τον εορτάζοντα, π.χ. με μια νύφη στους ελεύθερους, πεθερός του χρόνου στους μεγαλύτερους σε ηλικία).
-Ευχαριστούμε πολύ που μας θυμηθήκατε να χαίρεστε την κορούλα σας …
-Ευχαριστώ, εσείς τι κάνετε γιορτάζετε σήμερα;
-Εεεε…όχι …να… από το πρωί στη δουλειά, αύριο πάλι δουλειά, είναι και το δάνειο για το σπίτι και το αυτοκίνητο, δεν γιορτάζουμε …
-Ναι βρε, καλύτερα, γιορτές τώρα και τι θα πει, να τα είπαμε από το τηλέφωνο  τελειώσαμε, τι τις θέλεις τέτοιες φασαρίες μεσοβδόμαδα, αύριο εξάλλου είμαστε όλοι για δουλεία.
-Ναι, ναι και τα παιδιά είναι για το σχολείο…
-Λοιπόν άντε να κλείσουμε γιατί έχουμε να πάρουμε και άλλους και πάλι χρόνια πολλά…
-Ευχαριστούμε πολύ, καληνύχτα.
Διάλογος λίγο φανταστικός, λίγο πραγματικός στην πόλη σε μια μέρα ονομαστικής εορτής.
Έτσι γιορτάζουμε εμείς εδώ στην πόλη θείο τις γιορτές, γίναμε και εμείς «γκαγκάνοι», και αν μέχρι πριν λίγα χρόνια γιορτάζαμε έτσι, τελευταία εξελιχτήκαμε ακόμη περισσότερο, ούτε καν μιλάμε, μόνο γράφουμε στο κινητό το μήνυμα που θέλουμε, το στέλνουμε και τέλος με όσες γιορτές και αν έχεις.
Εδώ στην πόλη δεν γυρίζουμε γιορτές, εδώ γυρίζουμε μόνο από την δουλειά, από την δεύτερη δουλειά και τα φροντιστήρια των παιδιών στα σπίτια μας, που καιρός για γιορτές!
Ευτυχώς, όμως που καμιά φορά γυρίζει και το μυαλό μας στις αναμνήσεις που ζήσαμε στο χωριό έστω και αν οι φίλοι μας εδώ στη πόλη, λένε πως διηγούμαστε «ιστορίες για αγρίους».
Έτσι και εγώ σε μια παρέα θυμήθηκα τις γιορτές  στο χωριό, τότε που οι γιορτές ήταν από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην μικρή μας κοινωνία. Θυμήθηκα λοιπόν, τις  γιορτές τις δεκαετίας του ‘80 μέσα από τα δικά μου βιώματα.
Θυμήθηκα τις προετοιμασίες λοιπόν που άρχιζαν τουλάχιστον μια βδομάδα πιο νωρίς. Οι νοικοκυρές ξεκινούσαν με το βάψιμο του σπιτιού «αβέμ ουντζέρι» (έχουμε βαψίματα) λέγανε. Βλέπετε, οι ξυλόσομπες είχανε κάνει το σπίτι χάλια από τον καπνό όλο το προηγούμενο διάστημα, φυσικά για μπογιατζή ούτε λόγος, μόνο οι ίδιες μπορούσαν να κάνουν σωστά αυτή τη δουλειά. Μετά ξεκινούσε η καθαριότητα, πλύσιμο όλα τα ρούχα, τα στρωσίδια και τα προικιά, εννοείτε βέβαια πως όλα αυτά τα έπλεναν στο χέρι με νερό από το καζάνι. Μια τις πιο δύσκολες δουλειές ήταν να πλήνουν και να τρίψουν τα σανίδια τόσο στο πάτωμα όσο και στο ταβάνι, οι γυναίκες με μια σκληρή βούρτσα νερό και σαπούνι τα τρίβανε μέχρι να καθαρίσουν, μέχρι που να τα κάνουν «να αστράφτουν».
Μετά ξεκινούσαν οι ετοιμασίες των μεζέδων (χαμός γινόταν με το μπούτι σκόρδο, ποιος θα καταφέρει να κάνει το καλύτερο) η προμήθεια ξηρών καρπών, λίγο τυριού, μπακαλιάρου και φυσικά οι επίσημη μεζέδες το σπληνάντερο και το κοκορέτσι.
Όταν έφτανε η παραμονή της γιορτής δύο δουλειές έπρεπε να γίνουν, να πάμε εμείς τα παιδιά να φέρουμε φαγητό στους συγγενείς που για κάποιο λόγο δεν θα έρχονταν στο βραδινό τραπέζι (συνήθως ήταν κάποιοι από πένθος ή μεγάλοι σε ηλικία παππούδες), και να πάμε να γράψουμε την λειτουργιά, την τύλιγαν λοιπόν σε μια καλή πετσέτα, μας έδιναν και ένα μπουκάλι κρασί και φεύγαμε για την εκκλησία. Ήταν όμως τέτοια η φτώχια μας, που να σκεφτείτε, ούτε μπουκάλια για να βάλουμε το κρασί δεν είχαμε και έτσι η μάνα μας συνήθως κρατούσε τα μπουκαλάκια από τα σιρόπια που παίρναμε όταν αρρωσταίναμε.
Το βράδυ της παραμονής λοιπόν μαζευότανε οι στενοί συγγενείς να φάνε την σούπα και το καλό φαγητό του εορτάζοντα (συνήθως αρόστου” κοκκινιστό). Μπαίνοντας παίρνανε από το χέρι όλη την οικογένεια λέγοντας “κου ανου μπουνου“ το οποίο σημαίνει κυριολεκτικά «καλή χρονιά» αλλά στο χωριό χρησιμοποιείται ως  “χρόνια πολλά”.
Στην συνέχεια ακολουθούσε τα εξής παράδοξο ,πολλοί θείοι λέγανε «να κερδίστε το όνομα» και μας πιάνανε το αυτί και τραβώντας το ρωτούσαν μικρό ή μεγάλο; Το παράξενο αυτό τελετουργικό μέχρι και σήμερα δεν κατάφερα να το εξηγήσω όσο και αν έψαξα. Κατόπιν κάθονταν όλοι στο τραπέζι και αφού έτρωγαν την σούπα και το υπέροχο φαγητό πίνανε το σπιτικό κρασί ,συνήθως με ένα μήλο μέσα για καλύτερο άρωμα και γεύση. Η παρέα διαλυόταν αργά το βράδυ.
Τότε όμως ήταν που ξεκινούσε ένας ακόμη αγώνας αντοχής και ταχύτητας για τις νοικοκυρές, έπρεπε να καθαρίσουνε ξανά το σπίτι από τους συγγενείς που φτάνανε ως και τα είκοσι άτομα και να είναι όλα έτοιμα για την άλλη μέρα.
Την επόμενη μέρα η γιορτή ξεκινούσε με το τελείωμα της εκκλησίας. Πρώτες ερχόταν οι γυναίκες μόνες χωρίς τους άντρες, μόλις καθόταν η οικοδέσποινα έβγαζε το πιοτό, εκείνες αφού το έπαιρναν από τον δίσκο σηκωνόταν ελαφρώς από την καρέκλα και ενώ με το ένα χέρι έκαναν την πρόποση με το άλλο σχεδόν μηχανικά τακτοποιούσαν την φούστα (μπόι).Όλες οι γυναίκες είχαν περάσει μέχρι το μεσημέρι , το πρωί ερχόταν και οι καινούργιες νύφες οι οποίες γύριζαν γιορτές με ολόκληρη συνοδεία και ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και του κοτσομπολιού για το επόμενο διάστημα στο χωριό.
Το απόγευμα η γιορτή ξεκινούσε με τους μεγαλύτερους. Πρώτος - πρώτος ερχόταν ο παππούς συνήθως μαζί με τον μπαρμπα-Μιχαλάκη. Οι άντρες με το που έμπαιναν στο σπίτι καθόταν και ο πατέρας τους κερνούσε από τα τσιγάρα που ήτανε στο τραπέζι, κατόπιν γινόταν η συνθηματική ερώτηση: «ντι τσε χιτς;» και η απάντηση ερχόνταν σχεδόν αμέσως «ντι αρκίι»(από τι είστε δηλαδή τι πίνετε; η απάντηση, τσίπουρο η απάντηση). Οι επισκέψεις των αντρών συνεχιζόταν από αργά ως πολύ αργά το βράδυ. Σκεφτείτε ότι υπήρχε κόσμος που είχε 15-20 γιορτές εκείνα τα χρόνια, υπολογίστε τώρα ένα τσίπουρο σε κάθε γιορτή και υποθέστε πως ήρθε κάποιος στο σπίτι σας όταν τελείωναν οι γιορτές του, ε τότε φίλοι μου με γεία σας , σας έμεινε «βαλές».
Σε όλη την διάρκεια της γιορτής τα παιδιά ήμασταν συνεχώς σε περιορισμό , και μόνο με την ιδέα να δοκιμάσεις κάποιον από τους μεζέδες ακουγόταν η φωνή της μάνας «μη δεν θα μας φτάσουν, είμαστε για να βγούμε για τον κόσμο» για να συμπληρώσει αμέσως μετά, «αύριο ότι μείνει εσείς θα το φάτε». Βέβαια την άλλη μέρα δεν έμενε τίποτε για μας, γιατί και οι προμήθειες ήταν ελάχιστες σχεδόν μετρημένες αλλά όλο και κάποιος γνωστός δεν θα είχε έρθει λόγο ανωτέρας βίας π.χ πένθος και έπρεπε να πάρει το κέρασμα του έστω και ετεροχρονισμένα.
Ένα αρχαίο ρητό λέει «πενία τέχνας κατεργάζετε», έτσι και εμείς είχαμε βρει την λύση. Μαζευόμασταν παρέες και «πλαλούσαμε» (γυρίζαμε) γιορτές, όπου γιόρταζαν πηγαίναμε έξω από την πόρτα και φωνάζαμε «κου άνου μπούνου» τότε άνοιγε η πόρτα και η νοικοκυρά έβγαινε με ένα μικρό πιατάκι γλυκό, συνήθως δεύτερης διαλογής , και εμείς μπαίναμε όλοι στην σειρά με το στόμα ανοιχτό, ένας –ένας έτρωγε από μια κουταλιά από το γλυκό (με το ίδιο κουτάλι  παρακαλώ) και πηγαίναμε για άλλη γιορτή.
Ένας άλλος τρόπος για να γευτείς τα καλά της γιορτής αλλά ήθελε γερές προσβάσεις ήταν να προσκολληθείς στον παπά της ενορίας που σήκωνε το ύψωμα έτσι σε κερνούσαν και εσένα σαν επίσημο επισκέπτη, μεζέδες, σοκολατάκια κ.ά. Τι ήταν το ύψωμα ; μάλλον δεν είστε Λιβαδιώτης ή έχετε αρχίσει να ξεχνάτε. Λοιπόν, ο παπάς κάθε ενορίας έπρεπε να επισκεφτεί το σπίτι κάθε εορτάζοντα ενορίτη και να διαβάσει μία ευχή. Οι νοικοκυρές είχαν μια λειτουργιά στο σπίτι την βάζανε μέσα σε μια πετσέτα και όσοι βρισκόταν εκείνη την ώρα στο σπίτι πιάνανε την πετσέτα από μια άκρη και ο παπάς ξεκινούσε –πλούσιοι πτώχευσαν και πείνασαν… και έριχνε από πάνω από την λειτουργιά λίγο στάρι και στην συνέχεια την έκοβε.
Φυσικά για δώρα ούτε λόγος , εξαίρεση αποτελούσαν μόνο όσοι είχαν πολύ κοντινό συγγενή που ζούσε εκτός Λιβαδίου. Εμείς ήμασταν από τους τυχερούς η θεία μας έμενε στην Θεσ/νίκη και όταν ερχόταν σε κάποια γιορτή όλο και κάτι έφερνε, τότε η μάνα το έβαζε πάνω στο τραπέζι της σάλας  όπως ήταν με την συσκευασία χωρίς να το ανοίξει για να φαίνεται. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε  τα επόμενα χρόνια όταν ο κόσμος άρχισε να είναι καλύτερα οικονομικά, με της τούρτες, που έστελναν στους νιόπαντρους ή στους νεοαρραβωνιασμένους και τις έβαζαν πάνω στο τραπέζι της σάλας ή στο καινούργιο τους σαλόνι.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πολύ έντονο ήταν και το στοιχείο το δανεισμού τις επίσημες ημέρες. Οι γυναίκες δανειζόταν η μια από την άλλη ότι τους έλειπε για να βγάλουν εις πέρας την γιορτή, από καρέκλες, πιάτα έως και κουταλάκια του γλυκού.
Σκεφτείτε ότι εκτός από οτιδήποτε πιθανόν να δανειζόμασταν, παίρναμε από τον θείο μου που ήταν πρωτοπόρος αλλά και λάτρης των νέων τεχνολογιών, το φορητό του ραδιοκασετόφωνο, μάλιστα φίλοι μου το παίρναμε για την ημέρα της γιορτής και η μάνα το έβαζε σε περίοπτη θέση, σκεπάζοντας το με ένα καλό πετσετάκι, μην ξεχνάτε βέβαια πως εκείνη την εποχή ήταν μάλλον και η μόνη ηλεκτρική συσκευή μέσα στο σπίτι.
Έτσι ήταν οι γιορτές μας στο χωριό, γιορτές που όταν τις περιγράφεις στους ξένους εδώ στην πόλη μοιάζουν με «ιστορίες για αγρίους»,  γιορτές της μάζωξης όλων των φίλων και γνωστών της οικογένειας που φτάνανε μέχρι και τους εκατό, γιορτές της κούρασης και της ταλαιπωρίας για την μάνα, γιορτές που έκαναν την οικογένεια να λάμπει και να καμαρώνει καθώς καθόταν στην σειρά για να δεχτεί τις ευχές, οι γιορτές που «πλαλούσαμε» εμείς οι πιτσιρικάδες για να φάμε ένα γλυκό, γιορτές με φτώχεια και πάντα έλλειμμα στα υλικά μας αγαθά ,αλλά γιορτές πάντα πλούσιες σε φίλους και με περίσσευμα αρχοντιάς …


Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2007 ΤΕΥΧ 20

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου