ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΟΠΡΙΤΗΣ ΠΑΡΑ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ

Εδώ και χρόνια, κάθε πρωί, όταν φτάνω στη δουλειά μου άγρια χαράματα, η ματιά μου, αν και σχεδόν οιμισμένη, καλημερίζει τον απέναντι τοίχο.
Μου γνέφει και εκείνος, συνωμοτικά, όχι ακριβώς ο ίδιος, βέβαια, αλλά το σύνθημα που γράφτηκε πάνω του, πριν χρόνια, βιαστικά μες την νύχτα από το χέρι ενός έφηβου, που σίγουρα, μπόρεσε και διάβασε καλύτερα τη νέα εποχή. Έτσι,λοιπόν, τα μαύρα γράμματα με σπρέι με χαιρετούν κάθε πρωί:
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΟΠΡΙΤΗΣ ΠΑΡΑ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ
Τα πρώτα χρόνια, μάλλον χαμογελούσα με την ιδέα και την αλλόκοτη έμπνευση του συντάκτη. Ήταν ο καιρός που είχε εγκριθεί το στεγαστικό μας δάνειο και ήτανε η τέλεια διέξοδος στο βραχνά του ενοικίου, που μας ταλαιπωρούσε για χρόνια. Το σπίτι βρέθηκε και αφού ξεμπερδέψαμε με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες (πολεοδομίες, τράπεζες, κ.λπ.) άρχισε ο αγώνας να το ολοκληρώσουμε. Το αγοράσαμε στα τούβλα, οπότε ξεκινήσαμε για όλα τα υπόλοιπα.
Πρώτος σταθμός, το δάπεδο. Έπρεπε να αποφασίσουμε, τί πατώματα θα μπουν. Εμείς, που ζήσαμε σε ξύλινα πατώματα και ακούγαμε την «τσιούπα»1, τη «μάτα»1, μέχρι και τη γίδα να κλάνουν, έπρεπε να αποφασίσουμε αν το νέο μας πάτωμα θα είναι από ξύλο, πλακάκι, λαμινέιτ, ή ό,τι άλλο, κυκλοφορούσε στην αγορά. Τελικά, επιλέξαμε το πλακάκι, μιας και σκουπίζεται πιο εύκολα.
Άλλωστε η γυναίκα μου, στην προίκα της, είχε αρκετά χαλιά και φλοκάτες να στρώσουμε για να μην κρυώνουν τα ευαίσθητα ποδαράκια μας το χειμώνα. Βλέπετε, ξεχάσαμε γρήγορα την μία και μοναδική ξυλόσομπα του σπιτιού, «λα ουντόουλου ντι σ΄ ντιάρι»2.
Αφού τελειώσαμε με τα πατώματα, ήρθε η ώρα να βάψουμε. Με τον μπογιατζή, κάναμε δοκιμές στον τοίχο και συναποφασίσαμε για διχρωμίες.
Διχρωμίες ναι! Έτσι ήτανε και τα σπίτια στο χωριό, με διχρωμίες! Τα δωμάτια ήταν βαμμένα, ροζ, λαχανί, πράσινο και κοντά στην έξοδο του μπουρί, έκανε διχρωμία με το πασπαλισμένο γκρίζο απ΄το φούμο του μπουχαρί, επειδή «τουρνά έρμα ντι σόμπ»3. Η μόδα στις μέρες μας, επέβαλε, λευκό ή ζαχαρί.
Μετά το βάψιμο, ήρθε η ώρα της κουζίνας. Συσκέψεις επί συσκέψεων, πήγαινε-έλα στην Κατερίνη για να αποφασίσουμε με το Λάζο του Παντούλη, για το χρώμα, το σχέδιο, τα ράφια, μέχρι και τα πομολάκια της καινούργιας μας κουζίνας.
 Εμείς, που είχαμε μεγαλώσει στο χωριό και για κουζίνα ξέραμε μόνο το
«μαγιαργιόουλου ντι ναφουάρ»4, που τα φαγητά μας μαγειρεύονταν στο πετρογκάζι ή τη ξυλόσομπα την «Κοζανίτικη» και που στο κατώι αποθηκεύαμε τα απαραίτητα για την διατροφή μας, (το σακί με τις πατάτες, το δοχείο με τη μπλάνα5, τα πράσα, το αμπάρι με το αλεύρι και φυσικά τον τραχανά) γυρεύαμε τώρα κουζίνα μοντέρνα και λειτουργική. Α! και με πολλά ντουλάπια, ντουλαπάκια, συρτάρια, συρταράκια κ.λπ.
Στην καινούργια μας κουζίνα, βρήκαμε χώρο να βάλουμε το καλό μας σερβίτσιο (δώρο από το γάμο) και έναν απίθανο αριθμό από κατσαρόλες, κατσαρολάκια, χύτρες, τηγάνια και τηγανάκια. Μέχρι και το κουτί του ντεκαφεϊνέ, το καπουτσίνο και την καφετιέρα, τον αποχυμωτή και την τοστιέρα βολέψαμε. Μα θα μου πείτε, γιατί όχι; Εδώ, ο μάστορας, έκανε ολόκληρη κατασκευή για να κρύψει ένα τεράστιο ψυγείο που σε περί-
πτωση, που χαλάσει ή δεν έχουμε να βάλουμε κάτι φαγώσιμο μέσα, χωράει άνετα, όλες τις τσάντες και τα παπούτσια της γυναίκας μου και μοιάζει και για ντουλάπα!
Πρόοδος ρε παιδιά, τι να λέμε! Γεννηθήκαμε με τη σίτα ή το φανάρι στην κουζίνα και τώρα, το ψυγείο χωράει ακόμα και εμάς, να κρυφτούμε.
Και μιας και ήμασταν στο Λάζο, είπαμε να διαλέξουμε και τις εσωτερικές πόρτες και τις ντουλάπες. Ενώ διαλέγαμε τις πόρτες, εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ τις πόρτες στο πατρικό μας.
Θυμήθηκα λοιπόν, πως τρεις ήταν όλες κι όλες (λα ουντόουλου ντι σ΄ντιάρι2, λα ουντόουλου τσια μπούνλου6, σ΄λα μαγιαργιό7). Από τις τρεις, οι δύο, ήταν πάντα ανοιχτές ή είχαν μπερντέ. Μόνο στο καλό το δωμάτιο η πόρτα ήτανε κλειστή, μάλλον, για να μη φάμε το γλυκό, να μη φύγει η ζέστη και για να το έχουμε λιμπισίτου8 για κάποιον καλεσμένο.
 Οι ντουλάπες όμως, ήταν, που με γύρισαν χρόνια πίσω. Βλέποντας τις καινούργιες, να πιάνουν από τη μια άκρη του τοίχου ως την άλλη και από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, θυμήθηκα τις μισάντρες μας. Έτσι, δεν χρειάστηκε να παραγγείλουμε ούτε σιφονιέρες, ούτε πορτ-μαντό. Όταν τις είδα, είπα: αποκλείεται να γεμίσουν αυτές με πράγματα, μάλλον θα τις χρησιμοποιούν τα παιδιά μας για να παίζουν κρυφτό. Εσύ είσαι που το λες! Μέσα σε ένα μήνα, η Μαρία είχε γεμίσει τις ντουλάπες, μόνο με πράγματά ΤΗΣ (ρούχα, τσάντες, παπούτσια, ζώνες).
Εν τω μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα, αν και κουρασμένος από το συνεχές τρέξιμο και την αγωνία του καινούργιου μας σπιτιού, κάθε πρωί, έριχνα κλεφτές ματιές στο σύνθημα και γελούσα χαιρέκακα, αφού ήμουνα πια ιδιοκτήτης και είχα να βάλω κάπου το κεφαλάκι μου.
Θα μπορούσα, να καρφώνω στον τοίχο ένα καρφί, όπου θέλω, χωρίς να ρωτήσω κανέναν. Είχα λοιπόν, δικιά μου οικογένεια και δικό μου σπίτι (αν και με δάνειο) για να στεγάσω τα όνειρά μου, με τον άνθρωπό μου. Σίγουρα, προτιμούσα να είμαι ιδιοκτήτης παρά κοπρίτης.
Μια από τις τελευταίες εκκρεμότητες, πριν μπούμε και κατοικήσουμε, ήτανε το μπάνιο.
Τρεις φορές, αλλάξαμε τη θέση της χέστρας και δύο τη θέση του νιπτήρα, για να χωρέσει, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερη μπανιέρα.
 Ναι, εμείς, που όταν πηγαίναμε στο ναγκιό9 και βλέπαμε την τρύπα, νομίζαμε πως αν πέσουμε μέσα, μπορεί να βρεθούμε στην Αυστραλία, αν κλάσουμε, θα μας ακούσουνε στην Κίνα και τα απόβλητα μας, μπορεί να βγούνε στην Αμερική. Εμείς λοιπόν, κοιτούσαμε, αν η λεκάνη της τουαλέτας θα είναι τετράγωνη ή οβάλ, ψηλή ή κοντή και καθόμασταν πάνω της για να τη δοκιμάσουμε.
Μαθημένοι από την κουπάνα10 και το γκιούμι, τελικά, διαλέξαμε μπανιέρα γωνιακή, με υδρομασάζ και θάλαμο για μασάζ. Στο τέλος, είχε μείνει να επιλέξουμε το έπιπλο μπάνιου.
Πάει, ο μικρός καθρέφτης που είχε ο μπάρμπα Σάκης για να ξυρίζεται, πάει και ο νιφτήρας. Τώρα, στον
καθρέφτη του μπάνιου, μπορούμε άνετα, να θαυμάζουμε ολόκληρη την κορμάρα μας, όπως τη χτίσαμε με τα λουκάνικα και τα κεμπάπια του Κώστα της Όπης στο πλάτανο. Το νερό είναι πάντα ζεστό, τα δε ντουλαπάκια μας τόσα πολλά που μόνο σε ένα ή δυο απ’ αυτά, θα χωρούσανε άνετα τα ξυραφάκια Astor, το πινέλο για το ξύρισμα, οι δύο τσατσάρες, το τενεκεδάκι για τη σαπουνάδα, όλα τα ρολά της μάνας, η κολόνια Μυρτώ και σίγουρα, σε μια άκρη και το καλούπι11 για όλες τις χρήσεις.
Το σπίτι τελείωσε. Πλέον, κατοικούμε.
Η οικογένεια μεγάλωσε και οι δύο κόρες μας, τρέχουν πάνω – κάτω, στο παιδικό, που εμείς, δεν ευτυχήσαμε ποτέ να έχουμε. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά, να γυρίζεις σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα και να σε περιμένουν οι δικοί σου άνθρωποι, σε ένα σπίτι δικό σου, ένα σπίτι που μπορεί να το χρωστάς ακόμη
στην τράπεζα αλλά, σχεδόν, το έχτισες μόνος σου. Ξέρεις κάθε λεπτομέρειά του, που είναι στραβά τα ντουβάρια και που ο πλακατζής δεν έδωσε τις κλίσεις που έπρεπε. Σε κάθε του γωνιά, έχεις αναμνήσεις από τις στραβοξυλιές της Ευτυχίας και της Καλλιόπης.
Ξέρεις το κάθε σημείο του σπιτιού όπου χτύπησαν, όπου έγραψαν ή γρατσούνισαν και ξέρεις, πως δεν θα σου κάνει κανείς παρατήρηση γιατί, είναι δικό σου. Είναι το σπίτι σου. Είναι το δικό σου άσυλο, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Τα χρόνια περνούν, τα παιδιά μεγαλώνουν και η οικογένεια δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, τη ζεις, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Είναι εκεί, στο σπίτι, για να γευτεί κάθε χαρά και λύπη.
Όμως, και ο τοίχος είναι εκεί και το σύνθημα, μπορεί να ξεθώριασε, μα είναι πάντα εκεί, αχνοφαίνεται, μου γνέφει αόριστα σχεδόν, βαριεστημένα και με χαιρετάει.
Τόσα χρόνια, του χαμογελούσα και νόμιζα, πως το κορόιδευα. Νόμιζα, πως κάποια μέρα, θα του αποδείκνυα πως κάνει λάθος. Είναι καλύτερα να είσαι ιδιοκτήτης, παρά, κοπρίτης. Εξάλλου, εγώ είμαι ιδιοκτήτης και δεν θα ήθελα για κανέναν απολύτως λόγο, να γίνω κοπρίτης.
Το τελευταίο διάστημα, όμως, κάτι παράξενο συμβαίνει. Έχω την εντύπωση πως το σύνθημα σα να φρεσκαρίστηκε, είναι σίγουρο πως δεν το ξαναέβαψε κανείς κι όμως, φαίνεται πιο φωτεινό.
Πλέον, δεν μου χαμογελά, όπως παλιά, μάλλον με ειρωνεύεται και παίρνει αργά, αλλά σταθερά, την εκδίκησή του.
Δεν ξέρω αν ίσως άκουσε για τα νέα χαράτσια με τη ΔΕΗ, την έκτακτη εισφορά ή το τέλος ακίνητης περιου-
σίας. Δεν ξέρω αν, με ένα μυστήριο τρόπο, καταφέρνει να βλέπει τους καινούργιους μας μισθούς και ότι το
δάνειο, το φέρνουμε βόλτα ίσα-ίσα το τελευταίο διάστημα. Αυτό που φοβάμαι, όμως, είναι ότι βλέπει πώς το χαμόγελό μου και η καλημέρα μου, τώρα τελευταία, είναι αλλιώτικη από τις προηγούμενες φορές. Υποψιάζομαι, πως ίσως και να διαβάζει τις σκέψεις μου, άλλωστε, γνωριζόμαστε πάνω από δέκα χρόνια. Διαβάζει τις σκέψεις μου και ξέρει, πως για αυτή την οικονομική κατάσταση, δεν είμαι εγώ, αυτός που
φταίει. Γιατί, αυτό το σπίτι, το πληρώνουμε με τον ιδρώτα μας και τους κόπους της δικής μας ζωής και τον
κόπο της ζωής των γονιών μας.
Έχουμε ανοίξει έναν ιδιότυπο, σχεδόν, συνθηματικό διάλογο με τον τοίχο.
Δεν ξέρω ποιός τελικά, θα αποδειχθεί, πως έχει δίκιο.
Όμως, ως μεθαύριο, που θα ξανασυναντηθούμε πάλι, του απαντώ:

Η νύχτα θα περάσει
Μπορεί να φτύσουν τα νερά
Μπορεί να τουφεκίσουν τα σπουργίτια
Μπορεί να κάψουν τους στοίχους
Μπορεί να αποκεφαλίσουν
το γλυκό κρίνο
Μπορεί να κομματιάσουν το τραγούδι
και να το εξακοντίσουν στο βάλτο
Αλλά αυτή η νύχτα θα περάσει
Λυγίζουμε, αλλά δε σπάμε...
επανερχόμαστε με περισσότερη
δύναμη, πίστη και πείσμα!

Υ.Γ. Καλά, μιλάμε ότι οι ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν, να απογειώνονται, αφού, ανοί-
γουν διαλόγους με τοίχους και τελειώνουν με ποιήματα. Τρία πράγματα μπορεί να συμβαίνουν:

Α) Έχουμε αρχίσει να ανεβαίνουμε επίπεδο.
Β) Αβέμ λουάτ πάιλιου12!
Γ) Άρχισαν να μας επηρεάζουν οι μακροχρόνιες κουλτουριάρικες παρέες… Θανάση εσύ τι λες;

Βοήθεια για γαμπρούς εισαγωγής και γκαγκάνους με χαμηλές αποδόσεις στα πλατανόμετρα (0-25 βαθμοί)
1: ονόματα που δίνονταν συχνά σε μουλάρια
2: στο καθιστικό
3: κάπνιζε η ρημάδα η σόμπα
4: η εξωτερική κουζίνα, το πλησταριό
5: τυρί φέτα
6: στο δωμάτιο το καλό, στο σαλόνι
7: και στην κουζίνα
8: πεντακάθαρο
9: αποχωρητήριο, το μέρος για το αναγκαίο
10: μεγάλη ξύλινη λεκάνη
11: μεγάλου μεγέθους σαπούνι σε σχήμα παραλληλεπίπεδο
12: Έ! Δε θα σας τα εξηγήσουμε κι, όλα. Ζητήστε την ερμηνεία από κάνα ντόπιο, στον πλάτανο, κερνώντας και κανένα τσίπουρο για δίδακτρα.

Γιώργος Αθ.ΜητώναςΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2011 ΤΕΥΧ 44

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου