ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

«Τα παιδιά της πιάτσας».

Με την Ευτυχία, την κόρη μου, αρκετές φορές συζητάμε για διάφορα θέματα. Έτσι λοιπόν, πριν λίγο καιρό ήρθε η κουβέντα για τη δουλειά. Με ρώτησε λοιπόν, γιατί πρέπει να πηγαίνω κάθε μέρα στη δουλειά.
Της εξήγησα πως πρέπει να πηγαίνω στη δουλειά για να με πληρώνουν και έτσι με τα χρήματα αυτά να μπορούμε να αγοράζουμε ό,τι μας είναι απαραίτητο. Τότε η Ευτυχία μού είπε πως θέλει και εκείνη να βρει μια δουλειά για να μπορεί να αγοράζει και εκείνη ό,τι θέλει . 
Προσπάθησα να της εξηγήσω πως τα παιδιά δεν πρέπει να δουλεύουνε, καθώς αποκλειστικό τους μέλημα πρέπει να είναι το παιχνίδι και το σχολείο και πως οι γονείς έχουν αναλάβει την ευθύνη και φροντίζουν να μην τους λείπει τίποτα. Καλά μου είπε, και αν εγώ θέλω να πάρω κάτι παραπάνω δεν μπορώ να κάνω μια «παιδική δουλειά», της είπα όχι και κάπου εκεί τελείωσε
και η κουβέντα μας. Παρότι οι ειδικοί λένε πως στα παιδιά πρέπει να λέμε πάντα την αλήθεια, δεν της είπα την αλήθεια. Όταν ήμασταν μικροί στο Λιβάδι, στην ηλικία της Ευτυχίας, έξι ή επτά χρονών, είχαμε βρει τρόπους να βγάζουμε το χαρτζιλίκι μας. Υπήρχαν λοιπόν τότε, πριν 20-30 χρόνια, κάποια σταθερά και κάποια έκτακτα εισοδήματα στον προϋπολογισμό του κάθε παιδιού.
 (Μάλλον το μνημόνιο και η κρίση έχουν αρχίσει να μας επηρεάζουν πολύ περισσότερο από ό,τι φανταζόμαστε, αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω το παραπάνω λεξιλόγιο).
 Σταθερά έσοδα, λοιπόν, είχαμε κάθε χρόνο από τα κόλιντα, την Αρχιμηνιά, τα μπαμπαλιούρια, τα «συγχωρεμένα» τις Απόκριες, και το «πού ’σε Λάζαρε». Στη συνέχεια καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς υπήρχαν τα έκτακτα έσοδα από διάφορες αγγαρείες - θελήματα, ακόμη και εργασίες. Όταν έκανες θελήματα σε κάποια θεία ή γειτόνισσα, τότε έπαιρνες λεφτά και τα χρησιμοποιούσες κατά το δοκούν.
- Α μάνα Γιώργο, πήγαινε μέχρι το φούρνο να με πάρεις ένα ψωμί, ή πάνε ως το μπακάλη να με φέρεις λίγο πετρέλαιο για τη σόμπα.
Μετά το τέλος της αγγαρείας, η θεία σού έδινε ένα μικρό αντίτιμο. Συνήθως τα ρέστα που έπαιρνες έφταναν ίσα - ίσα για μια τσίχλα ή μια καραμέλα και στην καλύτερη των περιπτώσεων για ένα κοκοταράκι.
Θα μου πείτε τώρα, καλά έκανες το «κουσμέτι» για να πάρεις μια τσίχλα; Θα σας πω δύο πράγματα για εκείνη την εποχή.
Πρώτον, από το σπίτι οι γονείς μας, «μας έκαναν την πήχη» να μην τους ντροπιάζουμε στον κόσμο έτσι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, έπρεπε να κάνουμε και δουλειές σε όποιον μας το ζητούσε, για να δείξουμε πως ήμασταν καλά παιδιά.
Δεύτερον, μη ξεχνάτε πως δεν είχαμε άμεση πρόσβαση στα γλυκά του σπιτιού οποιαδήποτε ώρα και στιγμή, όπως έχουν τα παιδιά μας τώρα που τα ψυγεία και οι ντουλάπες είναι γεμάτα με κάθε είδους λιχουδιά. Άλλωστε τα γλυκά που είχαμε στα σπίτια ήτανε «τα σι ι σ’ μου λα λούμι»* (για να βγούμε στον κόσμο). *για ανατρέξτε λίγο σε προηγούμενες ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ και θυμηθείτε λίγο τις γιορτές….
Εκτός λοιπόν από το υλικό κέρδος, (για να μιλήσουμε και πάλι με επίκαιρους όρους) υπήρχαν και οι ηθικές αξίες που σου έδιναν οι γονείς και έπρεπε να τις κρατήσεις.
Επομένως, όπως καταλαβαίνετε, οι αγγαρείες γινόντουσαν τόσο για να κερδίζεις κανένα φράγκο όσο και για να είσαι εντάξει απέναντι στους γονείς σου.
Τα «κουσμέτια», δηλαδή, ήταν ένας, σχετικά, εύκολος τρόπος να βγάλεις κάποιο χαρτζιλίκι. Υπήρχαν όμως και πιο εύκολοι τρόποι. Για παράδειγμα, στους γάμους. Σε κάθε γάμο, την ώρα που η νύφη έφευγε από το σπίτι της, γύριζε την πλάτη της στον κόσμο και πετούσε χρήματα που της είχε βάλει στο χέρι της ο πατέρας για να τη ξεπροβοδίσει.
Το ίδιο έκανε και πριν μπει στην εκκλησία. Φυσικά εμείς ήμασταν πάντα παρόντες για να μαζέψουμε ό,τι μπορούσαμε από τα χρήματα που πέφτανε, είτε ήμασταν καλεσμένοι στον γάμο είτε όχι. Το ίδιο εύκολα έβγαζες λεφτά και στη βάπτιση (τα «συγχαρήκια»), όταν έτρεχες να πεις το όνομα που ο νονός έδινε στο παιδί που θα βαπτιζόταν στη μάνα του (εκείνα τα χρόνια η μάνα περίμενε στο σπίτι για να μάθει το όνομα τού παιδιού της).
Τα έκτακτα έσοδα μπορούσαν επίσης να αυξηθούν αν «άλλαζες» τις Κυριακές στην εκκλησία ή τύχαινε να σε πάρει μαζί του ο παπάς με το  μπαργκατσούλι» την παραμονή των Φώτων. Τα λεφτά που μάζευες στο «μπαργκατσούλι» ήταν δικά σου και μάλιστα ήταν καλά λεφτά, σχεδόν συναγωνιζότανε τις εισπράξεις από τα κάλαντα.
Ένας άλλος τρόπος για να βγάλεις λεφτά αν και μακάβριος, ήτανε στις κηδείες. Έπρεπε όμως να μη φοβάσαι.
Ο ξάδερφός μου ο Κώστας δε φοβόταν τους πεθαμένους. Παιδί ντόμπρο, σταράτο και εργατικό, δεν χαμπάριαζε από τίποτα, μόνο τα γράμματα έβλεπε μαύρα, όπως του έλεγε πολλές φορές ο παππούς του ο Γανώσης.
Ο ξάδερφός μου λοιπόν είχε αναλάβει εργολαβία όλες τις κηδείες στην ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου.
«Άλλαζε» και έπαιρνε το σταυρό ή το καπάκι από τον πεθαμένο,  ξασφαλίζοντας έτσι ένα καλό χαρτζιλίκι και
δώρο ένα μαντίλι. Έτσι λοιπόν, είχε σχεδόν πάντα λεφτά στην τσέπη και ήτανε ο πρώτος από όλη την παρέα που θα δοκίμαζε το πρώτο παγωτό του καλοκαιριού.
 Και αν ο «γιουκαθάρας» (ο Άγιος που καθαρίζει) έπαιρνε αρκετούς μαζί του, ο ξάδερφός μου θα δοκίμαζε όλα τα παγωτά που υπήρχαν στο ψυγείο. Ήταν όμως και ανοιχτοχέρης ο «ξας», πάντα κερνούσε και έδινε σε όλη την παρέα να γλύψει και να δοκιμάσει από το παγωτό που αγόραζε. Αλίμονο όμως, σε εκείνον που θα τολμούσε να δαγκώσει το παγωτό˙ εκτός από τα διάφορα κοσμητικά επίθετα όπως «αφίσκε – αλίξουρε – ατζούνε κ.λπ.» που άκουγε και τις δυο τρείς κλωτσιές ή σφαλιάρες που έτρωγε, έμπαινε στη μαύρη λίστα για όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι.
Εγώ φυσικά, ως ξάδερφός του και επειδή μου είχε και αδυναμία, μου επιτρεπόταν ακόμη και να δαγκώσω.
Ο Κώστας λοιπόν με όλα αυτά, είχε δικτυωθεί πολύ καλά και κάποια πρωινά στο σχολείο μού έλεγε:
- Σήμερα πάλι θα γλιτώσω το μάθημα.
- Γιατί θα πάμε εκδρομή ή αρρώστησε ο δάσκαλος;
ρωτούσα όλο αφέλεια εγώ.
- Όχι, πέθανε ο μπάρμπα Μήτσιος του τάδε και θα πάω να χτυπήσω την καμπάνα, μετά θα πάρω το σταυρό ή
το καπάκι, και τέλος το μάθημα για σήμερα, μου έλεγε.
Έτσι λοιπόν, ο ξάδερφός μου ο Κώστας και το χαρτζιλίκι του έβγαζε και τα μαύρα γράμματα δεν αντάμωνε.
Τα παιδιά των κτηνοτρόφων μάζευαν χρήματα από το γάλα που μοίραζαν στις μεγάλες γιορτές, όπως το Πάσχα, ή όταν αναλάμβαναν να οδηγήσουν τα μουλάρια φορτωμένα με το γάλα στο χωριό όταν ο έμπορας σταματούσε να το μαζεύει από τα πρόβατα.
Προσοδοφόρες δουλειές της εποχής μας ήταν να βρεις και να μαζέψεις ουρές από αλεπούδες ή πόδια από «γκάιες».
Αφού τα μάζευες, πήγαινες και τα πουλούσες στο δασαρχείο. Για σκεφτείτε λοιπόν, παλιά πληρώνανε για να εξαφανίσουμε κάποια είδη και τώρα οι οικολόγοι κάνουνε αμάν για να τα διατηρήσουνε.
Τέλος, παρεμφερής και προσοδοφόρα δουλειά ήταν να μαζέψεις δέρματα – τομάρια, τότε που έσφαζαν όλοι στο χωριό, τα οποία δέρματα πουλούσες σε διάφορους εμπόρους.
Μια όμως ήτανε η δουλειά με σταθερή απόδοση, αρκεί να έβρισκες την κατάλληλη άκρη να χωθείς και να αντέξεις στην κούραση και στη μυρωδιά.
Τα κεφαλοτύρια. Φορούσες λοιπόν μια σακούλα νάιλον, συνήθως από λίπασμα με μια τρύπα στη μια άκρη για να περνάει το κεφάλι, και έτοιμη η ποδιά ενώ τα κεφαλοτύρια στην καρότσα του φορτηγού περίμεναν για ξεφόρτωμα.
Το χωριό εκείνα τα χρόνια ήτανε γεμάτο από αποθήκες, σχεδόν κάθε υπόγειο, ειδικά στον κεντρικό δρόμο, και μια αποθήκη με τυρί.
Ο Τάκης και ο Λάκης αποτελούσαν το πιο δυνατό συνεργείο της γενιάς μας στα κεφαλοτύρια. Αρχικά ξεφόρτωναν τα κεφαλοτύρια από το φορτηγό, στη συνέχεια τα συσκευάζανε σε πλαστικές σακούλες, τα βάζανε σε
καυτό νερό και έτοιμα πια τα ξαναφορτώνανε στο φορτηγό για διανομή.
Το βράδυ στην «Αφροδίτη» τα ποτά ήταν κερασμένα από τον Τάκη και τον Λάκη και όλοι εμείς πίναμε όλη νύχτα στην υγειά τους.
Τέλος μπορούσες να δουλέψεις ως σερβιτόρος σε κάποιο μαγαζί, να μαζέψεις καρύδια και να τα πουλήσεις στα ζαχαροπλαστεία, ή να βοηθήσεις στο μάζεμα της πατάτας ή στα καλαμπόκια.
Όταν πια είχες φτάσει στο Γυμνάσιο η καλύτερη δουλειά με τα περισσότερα λεφτά ήταν τα ξύλα το φθινόπωρο.
Όποιοι κατάφερναν και έκαναν ένα δυνατό συνεργείο κέρδιζαν καλά λεφτά. Εκείνα τα χρόνια όλο το χωριό ζεσταίνονταν με ξύλα, όμως δεν μπορούσανε όλοι να τα σκίσουνε και να τα κουβαλήσουνε στο υπόγειο.
Σκεφτείτε πως στο Λιβάδι τότε μένανε πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, δάσκαλοι, γιατροί, χωροφύλακες και καθηγητές. Οι περισσότεροι από αυτούς αναζητούσανε συνεργεία για να σκίσουν και να κουβαλήσουν τα ξύλα στα σπίτια τους.
 Αν υπολογίστε και τις ανάγκες από τα δημόσια κτήρια, είχες απο-
κτήσει ένα καλό αποθεματικό για αρκετό καιρό. Αρκεί να σας πω πως άλλη τιμή είχε το σκίσιμο, άλλη το κουβάλημα, και άλλη η κατασκευή ξυλοθήκης ή το δύσβατο του μέρους.
Τελειώνοντας την εφηβεία, εκεί κοντά στις τελευταίες τάξεις του
λυκείου, ξεκινούσε η δουλειά στα άχυρα. Δουλειά με πολύ κούραση και ιδρώτα αλλά με βαριά λεφτά. Είχες γίνει σχεδόν άντρας, είχες μπει σε ένα νέο κόσμο, τον κόσμο της εργασίας, της χειρωνακτικής εργασίας.
 Για τους λίγους - τυχερούς θα συνεχιζόταν η χειρωνακτική εργασία για λίγο ακόμη στα φοιτητικά τους χρόνια (είτε στην οικοδομή ή στα άχυρα), καθώς τα επόμενα χρόνια θα είχανε παρτίδες με στυλό, μολύβια και χαρτιά.
 Για τους άλλους η ζωή θα ήτανε όλα τα χρόνια ιδρώτας και χαμαλίκι.
Χαλάλι, όμως, μάθαμε όλοι μας πως βγαίνει το μεροκάματο και μάθαμε από τα παιδικά μας χρόνια να εκτιμάμε τα λεφτά που κρατάμε στα χέρια μας.
 Δουλεύουμε από μια σταλιά παιδιά, είμαστε ψημένοι στη δουλειά κι όμως τα πράγματα ήρθανε έτσι, που σήμερα οι περισσότεροι ψάχνουμε για δουλειά.
Ανάθεμα την κρίση και τα μνημόνια τους.
 Είπα μνημόνιο και θυμήθηκα ένα από τα πιο ωραία που άκουσα για το μνημόνιο στο Λιβάδι.
Ρωτάει ο πατέρας συνταξιούχος γύρω στα εβδομήντα το γιο του γύρω στα σαράντα απόφοιτο πανεπιστημίου:
-Καλά ρε Γιάννη, τσι βουξέσκου τηλεοράσηλι μνημόνιο σ’ μνημόνιο, τσι ιάστι μνημόνιουλου ατσέλου; Ίοου κουνόσκου κ ιάστι φτώχεια, κ’τσε νου λ τζούκ ΦΤΩΧΕΙΑ σι ου κουνουστέμου τούτς.
Μετάφραση: Καλά ρε Γιάννη, τι φωνάζουν οι τηλεοράσεις μνημόνιο
και μνημόνιο, τι είναι το μνημόνιο αυτό;
Εγώ αντιλαμβάνομαι πως είναι φτώχεια, γιατί δεν το λένε φτώχεια να το καταλάβουμε όλοι;


Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2011 ΤΕΥΧ 43

2 σχόλια:

  1. Γεια σου ρε Μητώνα. Μετά την κουβέντα μας χθες θέλησα να δω το blog σου.
    Μια χαρά τα έχεις εδώ. Προχώρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ευχαριστώ για τα καλά λόγια και το κουράγιο που μου δίνεις ως πρώτος αναγνώστης αυτού του νέου ξεκινήματος !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή