ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ ''ΛΑ ΟΥΡΜΑΝΙ'' (ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ…)


Ο χειμώνας για άλλη μια φορά φάνηκε συνεπής στο ραντεβού του και εμφανίστηκε συνοδευόμενος από το κρύο και τα χιόνια.
Οι Λιβαδιώτες με το που χιόνισε άρχισαν να «νιαουρίζουν»:
-πω πω αρικ νιάου (πω πω έριξε χιόνι)
-τάτσι, νιάου ιάστι ατσιά; (πάψε μώρε χιόνι είναι αυτό;)
-στί  τσι νιάου άρι λα κιτραμάνου; (ξέρεις τι χιόνι έχει στο κιτραμάνου;)
- νιάου λα κιτραμάνου τζ΄τσι σι βέτζ τσι άρι λα χρουστάσι νιάου αρα νου αι βιτζούτ νιάου μούλτου νιάου…..( χιόνι στο κιτραμάνου λέει, να δεις χιόνι στου χρουστάσι , χιόνι που δεν έχεις ξαναδεί πολύ χιόνι…)
Και ενώ με το χιόνι και τα νιαουρίσματα είναι εξοικειωμένοι, από πέρυσι αλλά κυρίως φέτος είναι θυμωμένοι και απελπισμένοι που αναγκάστηκαν λόγο της οικονομικής κρίσης να επιστρέψουν σε καταστάσεις που έκαναν αμάν να ξεχάσουν. Δεν υπάρχει νοικοκυρά που μες τον χειμώνα δεν σιχτίρισε την «μπουρλουγκουάσα», που δεν θύμωσε που «σι αντρ κάσα κ΄τ΄χνί ι» και που δεν μάλωσε με τον άντρα της για τα λίγα ή κακής ποιότητας ξύλα που δεν καίγονται. Φυσικά όπως καταλάβατε αναφέρομαι στις ξυλόσομπες που μετά από αρκετά χρόνια έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους στο Λιβάδι και όχι μόνο.
Με αφορμή λοιπόν τις ξυλόσομπες και τα ξύλα είπα να αναφερθώ σήμερα στους δασεργάτες. Εκείνους τους ανθρώπους που κατά κύριο λόγο χρωστάμε τα ατελείωτα «μπουμπουκ΄νι», και το ευχάριστο «κουντουρίρια» τις κρύες μέρες αλλά και νύχτες του χειμώνα.
Θυμάμαι, λοιπόν τους δασεργάτες λίγο μετά το Πάσχα να συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία του συνεταιρισμού τους, εκεί που στην θέση του χτίστηκε το σημερινό σούπερ μάρκετ «Αλφα-Μι». Όταν λοιπόν συγκεντρωνόταν το μπαλκόνι του κτιρίου ήταν γεμάτο από κόσμο. Ήταν τόσοι πολλοί που απλωνόταν και κάτω. Έφταναν έως το περίπτερο του μπαρμπαγιάννη του Γκόρνια και συνέχιζαν ως την κοινότητα. Οι φωνές τους γέμιζαν όλη την πλατεία. Ήταν η αρχή της σεζόν έπρεπε να μοιράσουν τη δουλειά που είχε προκύψει.
Οι δασεργάτες είναι πάντα έτοιμοι να πάνε οπουδήποτε έχει δουλειά, σε όλη την Ελλάδα. Είναι πάντα χωρισμένοι σε παρέες. Μόλις μάθουν που θα πάνε, ένας η δύο από την παρέα πάνε να δούνε το μέρος στο οποίο πρόκειται να δουλέψουν τους επόμενους μήνες. Θέλουν να ξέρουν αν είναι σε μεγάλη ή όχι πλαγιά, να ελέγξουν την ευκολία και την ποσότητα των δένδρων που είναι προς κόψιμο αλλά και πως θα κάνουν τη μεταφορά. Αφού το μέρος ελεγχθεί, σχεδόν αμέσως μετά το Πάσχα θα μαζέψουν τα πράγματά τους και θα φύγουν για τουλάχιστον τρείς ή τέσσερις μήνες μακριά από τις οικογένειές τους.
Τα πράγματα που παίρνουν μαζί τους είναι τα σύνεργα της δουλειάς (μηχανάκια, τσεκούρια, ζώα), ένα σακί με τις κουβέρτες και άλλο ένα σακί με τα ρούχα τους. Φυσικά για βαλίτσες ή σάκους ούτε λόγος εκείνη την εποχή, ότι χρειαζόταν έμπαινε σε σακιά. Απαραίτητες προμήθειες εκτός από τον τραχανά και δυο πλαστάρια ψωμί ζυμωτό ήταν το τσίπουρο. Προτιμούσαν να ξεχάσουν ή να μην πάρουν μαζί τους οτιδήποτε άλλο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ξεχνούσαν τις τραματζάνες από τσίπουρο.Ήταν η πιο βασική τους έγνοια. Όταν θα έφταναν στον τόπο της δουλειάς το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να στήσουν την «παράγκα» , το κατάλυμα που θα ζούσαν όσους μήνες θα δούλευαν στο δάσος. Η παράγκα συνήθως δεν ήταν δίπλα από το μέρος της δουλειάς. Τις περισσότερες φορές περπατούσαν αρκετή ώρα με τα πόδια φορτωμένοι με τα μηχανάκια, τα εργαλεία, τα καύσιμα, το φαί και το νερό. Επίσης η παράγκα τους απείχε πολύ από το κοντινότερο χωριό που συνήθως πηγαίνανε με τα πόδια. Στο χωριό αυτό μπορεί να είχε τηλέφωνο, η κάποιο φούρνο για ψωμί ή μαγαζί για προμήθειες και τσιγάρα. Μην μπερδεύεστε με το σήμερα τότε εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα.
Η δουλειά τους ήταν πολύ δύσκολη. Ξυπνούσαν και δούλευαν από τα χαράματα ως την δύση του ηλίου, η διατροφή τους ξεκινούσε και τελείωνε σε ότι μπορούσε να μαγειρέψει ο υπεύθυνος που είχε οριστεί. Συνήθως έφευγε λίγο νωρίτερα από την δουλειά για να μαγειρέψει για την υπόλοιπη παρέα. Η διαμονή τους ακόμη πιο δύσκολη. Η καλύβα τους ήταν από νάυλον. Φτιαγμένη έτσι ώστε να τους προφυλάξει από καμιά μπόρα και κανένα δυνατό αέρα. Όσο για τις συνθήκες υγιεινής, ένα θα σας πω, πλενόταν σε όλο τους το σώμα όταν γύριζαν στο χωριό. Η μόνη τους απόλαυση και χαλάρωση ήταν οι δυο παπάδες με τσίπουρο που έπιναν μετά το τέλος της δουλειάς. Το τσίπουρο σε συνδυασμό με την κούραση τους έκαναν να κοιμηθούν ως τα ξημερώματα της άλλης μέρας.
Στο χωριό ανέβαιναν στο πανηγύρι της Παναγία, σε γάμο ή σε κηδεία. Η επικοινωνία με την οικογένειά τους ήταν συνήθως μια φορά την εβδομάδα όταν έβγαιναν στο κοντινότερο χωριό για προμήθειες . Σ’ αυτό το τηλεφώνημα μάθαιναν μέσα σε δύο λεπτά τα νέα της οικογένειας που άφησαν πίσω αλλά και τα νέα του χωριού. Στα μέσα του φθινοπώρου επέστρεφαν στο χωριό. Όταν πληρωνόταν το πρώτο που κάνανε ήταν να ξεπληρώσουν τα βερεσέδια στους μπακάληδες και τις άλλες υποχρεώσεις. Στη συνέχεια ξεκινούσαν τις ετοιμασίες για την νέα χρονιά. Τα σαμάρια τα επιδιόρθωναν στους αδελφούς Ψαλίδα, τα μουλάρια και τα άλογα τα πετάλωναν στου Τσιάμπα, και αγόραζαν καινούρια «μουρτζιάλια» και «κλουπ΄τίτσα» από το παζάρι στο νιάημερο.
Οι δασεργάτες και μιλάμε πάντα για τους υλοτόμους και για τους κυρατζήδες με το που θα γύριζαν στο χωριό γέμιζε η πλατεία αλλά και τα μαγαζιά με κόσμο. Γενικά ήταν και είναι άνθρωποι «της πιάτσας». Βέβαια η πολύωρη παραμονή τους έξω στην πλατεία, συνοδεύονταν πάντα και από ποτό. Το ποτό βέβαια πολλές φορές οδηγούσε σε απίστευτες καταστάσεις. Μια φορά λοιπόν ήταν μια παρέα από κυρατζήδες στο καφενείο του Μαγιάκα. Ήταν καταχείμωνο και κοντά στα ξημερώματα άρχισαν να τσακώνονται για το ποιος έχει τα καλύτερα μουλάρια. Θολωμένοι από το ποτό και την κουβέντα έφεραν μες την νύχτα και έβαλαν μέσα στο μαγαζί τα μουλάρια. Έτσι άνοιγαν το στόμα για να ελέγξουν την ηλικία τους από τα δόντια .Μια άλλη φορά, πάλι πιωμένοι κυρατζήδες, μέσα στο καταχείμωνο και μες την νύχτα, έφεραν έξω από την καφετέρια Λήδα τα μουλάρια  τους για να διαπιστώσουν ποιος έχει τα πιο δυνατά.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των δασεργατών είναι ότι εξαιτίας της δουλειάς τους είναι πολύ φωνακλάδες. Θυμάμαι πάντα τις φωνές τους όταν ήταν σε κάποιο μαγαζί και συζητούσαν για τα τεμάχια, τις συστάδες, την τσιούπα, την γκέσα και προς Θεού μην έπιανε κάποιος στο στόμα του τη «ιάπα» ή «κάουλου», ξεσήκωναν τον τόπο.
Οι δασεργάτες ήταν και είναι και πολύ χειροδύναμοι. Λέγεται πως κάποιοι από αυτούς ήταν τόσο δυνατοί που όταν θύμωναν με τα μουλάρια τους επειδή δεν καθόταν να τα φορτώσουν, τα χτυπούσαν με το χέρι στα καπούλια και ήταν τόση η δύναμή τους που τα έκαναν να γονατίσουν. Το ότι ήτανε χειροδύναμοι βέβαια το γνώριζαν όλοι, έτσι σε κάποιο γλέντι ή γάμο ήταν μια παρέα με δασεργάτες που διασκέδαζαν. Την ορχήστρα της εποχής αποτελούσαν: ο μπαρμπα-Τάκης ο Γεωργούλης ή Κλαρίνος με το κλαρίνο, ο μπαρμπα-Κώτσιος ο Μπαζούκης ή Παπαϊάκος στο νταϊρέ-ντέφι, ο Γαζέτης Γιώργος ή Λαπαρίνα με το βιολί του και ο Μπάρμπα Βαγγέλης Κρατσιώτης ή Καραβαγγέλης με το κλαρίνο. Κάποιο στιγμή λοιπόν πάνω στο κέφι και το χορό κάποιος από την παρέα αποφασίζει να κολλήσει στα όργανα ένα από τα κέρματα της εποχής. Πλησιάζει λοιπόν τον «Κλαρίνο» και τον ρωτά:
-          ακάρι ιάστι αρχηγόουλου αλι κουμπανίι  (ποιος είναι ο αρχηγός της κομπανίας); ενώ στο χέρι κρατά το κέρμα.
Ο «κλαρίνος» υποψιάζεται τι επρόκειτο να συμβεί και καθώς παίζει το κλαρίνο χωρίς να το βγάλει από το στόμα του κάνει νόημα με τα μάτια και δείχνει τον «Παπαϊάκο». Ο «Παπαϊάκος» παίζει αμέριμνος τον νταϊρέ του. Ο δασεργάτης φτύνει το κέρμα και μες την χαρά, με όλη του την δύναμη, το κολλάει στο μέτωπο του «Παπαϊάκου». Δεν κατάλαβε ο άνθρωπος από πού του ήρθε! Αλλού αυτός, αλλού ο νταϊρές, αυτός ξαπλωμένος στο πάτωμα και το κεφάλι του να φέρνει φούρλες και ο νταϊρές στην απέναντι μεριά, ενώ ο «Κλαρίνος» χασκογελούσε και μόνο που σκέφτονταν πως αν είχε δώσει άλλη απάντηση θα ήταν αυτός στη θέση του συνεργάτη του.
Γενικά οι δασεργάτες κάνανε μια από τις πιο σκληρές και επικίνδυνες δουλειές από όποια άποψη και αν το δεις. Ήταν όμως και τυχεροί, γιατί λόγω της δουλειάς μπόρεσαν να δουν πέρα από τα κλειστά όρια του χωριού μας. Έτσι  έφερναν στο χωριό νέες ιδέες και τρόπους ζωής. Άσε που  γυρίσανε και γνωρίσανε όλη την Ελλάδα. Ξέρουν πιθαμή προς πιθαμή τα Πιέρια, τον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Έχουν δουλέψει από την Καστοριά μέχρι την Πελοπόννησο. Έχω την εντύπωση δε, πως στην Πελοπόννησο, ειδικά στη Βυτίνα (έτσι που τους άκουγα για χρόνια) μάλλον άου «σικάτ λόκλου» (έχουν καθαρίσει τον τόπο) .
Όλους αυτούς τους δασεργάτες που κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες με πολύ κόπο και μόχθο με νύλα και με λέρα, με τα πολλά εργατικά ατυχήματα που πολλές φορές ήτανε και θανατηφόρα, ας τους θυμόμαστε τώρα που απολαμβάνουμε την θαλπωρή μια ξυλόσομπας και να είστε σίγουροι πως στις τσέπες τους κατέληξαν τα λιγότερα από όσα λεφτά δώσαμε για να ζεσταθούμε.
Σε όλους αυτούς που έφαγαν τα ουρμάνια, σ μούντιλι με το κουτάλι και κατάφεραν με πολύ ιδρώτα να συντηρήσουν τις οικογένειές τους, να μεγαλώσουν, να σπουδάσουν, και να παντρέψουν  τα παιδιά τους έστω αν και για μήνες ήταν μακριά τους. Σε όλους αυτούς που ήταν είναι και θα είναι οι άξιοι βιοπαλαιστές της ζωής, ας υψώσουμε τα ποτήρια με τσίπουρο, όπως τους αρμόζει, και ας πούμε «συγεία». Και εμείς τα παιδία σας, σας ευχαριστούμε για όλα όσα καταφέρατε να μας δώσετε…
Να είσαι πάντα καλά, μπάρμπα-Σάκη…

  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ  ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2013 ΤΕΥΧΟΣ 51
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘ. ΜΗΤΩΝΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου