ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ ΑΡΜΑΣΙΜΟΥ ΓΚΑΓΙ; (μείναμε τυφλοί;)

Ξεκινήσαμε από το νηπιαγωγείο. Οι παιδικοί σταθμοί δεν είχαν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους. Μέσα στο καρό μας καλαθάκι, σε μια  πετσέτα τυλιγμένη, μια φέτα ψωμί με δυο – τρείς ελιές ή λίγο τυρί και όχι τοστ ή κρουασάν. Το  χειμώνα που παγώνανε οι βρύσες, μας βάζανε ένα μπουκαλάκι, από το τελειωμένο σιρόπι, με λίγο νερό. Πού παγουρίνο εκείνη την εποχή! Και τα καλαθάκια μας απλά, χωρίς ιδιαίτερα σχέδια με τηλεοπτικούς ήρωες και ροδάκια για να μην κουραζόμαστε.  Για το τι θα φορέσουμε, ούτε λόγος.
Η μπλε σχολική ποδιά με τα άσπρα γιακαδάκια έλυνε το καθημερινό πρόβλημα. Τα επόμενα χρόνια έκαναν την εμφάνιση τους  οι ροζ ποδιές για τα κορίτσια, για να ξεχωρίζουν με τα αγόρια. Βέβαια οι ροζ ποδιές φορέθηκαν πολύ λίγο, επειδή λίγο αργότερα καταργήθηκαν οι ποδιές τελείως.

Στο δημοτικό πηγαίναμε έξι μέρες την εβδομάδα και είχαμε έναν δάσκαλο ή δασκάλα για όλα τα μαθήματα. Ανά διαστήματα το σχολείο επισκεπτόταν ο κύριος επιθεωρητής. Την ημέρα της επιθεώρησης, εκτός από τις γνώσεις μας στα μαθήματα, ο επιθεωρητής εξέταζε τα νύχια μας και το κεφάλι μας για ψείρες.

Στα χρόνια μας δεν θεωρούνταν παράλογο τα παιδιά να κάνουν κάποια δουλειά με σωματική καταπόνηση κατά τα σημερινά δεδομένα. Έτσι, θεωρούσαμε υποχρέωσή μας, κάθε πρωί, να ακούσουμε την εντολή του μπάρμπα Χαραμπούλη, που ήταν ο επιστάτης του σχολείου, να κουβαλήσουμε ξύλα για τη σόμπα. (Ναι στα χρόνια μας υπήρχαν επιστάτες).  Τι θα λέγαμε αν σήμερα κάποιος ζητούσε να κάνει κάτι τέτοιο το παιδί μας…

 Στο μάθημα της χειροτεχνίας τα αγόρια κόβαμε με πριονάκι σχέδια ζωγραφισμένα σε κόντρα πλακέ,  ενώ τα κορίτσια κεντούσαν σε χαρτονάκια τα γράμματα της αλφαβήτα ή τους αριθμούς. Πολλές φορές, όλοι μαζί, κάναμε κατασκευές με όσπρια, όπως φασόλια και φακές ή με ζυμαρικά. Θυμάμαι το φυτολόγιο με τα αποξηραμένα φυτά και τις ρίζες τους, ενώ στην πατριδογνωσία τα τετράδιά μας ήταν μισά-μισά (όπως λέγονταν), όπου στο πάνω μέρος κάναμε μια ζωγραφιά σχετικά με το μάθημα και στο άλλο μισό γράφαμε την όποια άσκηση. Στο μάθημα της  γεωγραφίας εξέχουσα θέση είχαν οι χάρτες. Σχεδιάζαμε λοιπόν  χάρτες για το μάθημα της ημέρας, συνήθως τους κάναμε παρτιτούρα το περίγραμμα και  όλη η τέχνη ήτανε στον χρωματισμό τους με διάφορες τεχνικές, όπως το ξυμένο χρώμα από ξυλομπογιά που μετά το απλώναμε στο χαρτί απαλά με βαμβάκι. Στο μάθημα της έκθεσης  κυρίαρχο θέμα ήταν η  αποταμίευση ή  η μητέρα. Θυμάμαι το μολυβάκι μας ήταν πάντα μικρό από το πολύ ξύσιμο  και η σβήστρα  μας είχε δύο χρώματα,  κόκκινο για να σβήνει το μολύβι και μπλε για να σβήνει στυλό…

Οι ξυλιές από τη  βέργα και οι  τιμωρίες 100 ή 200 φορές «δεν θα ξανακάνω …» ήτανε κάτι το φυσιολογικό στη μαθητική ζωή. Όπως φυσιολογικό θεωρούνταν τις καλές ημέρες, όταν κάναμε γραμμές, για την πρωινή προσευχή και την έπαρση σημαίας, να απαιτούμε από τους δασκάλους να μας πάνε εκδρομή και, αν πετυχαίναμε το επιθυμητό αποτέλεσμα κατά την επιστροφή από το κιόσκι, να   φωνάζουμε «ίπι-ιπιούμε σας ευχαριστούμε κι αν μας αγαπάτε να μας ξαναπάτε…»

Τις απόκριες ντυνόμασταν όλοι καρναβάλια με ό,τι είχε ο καθένας και στις εθνικές εορτές ντυνόμασταν βλάχες και τσολιάδες, και σχηματίζαμε και ένα περήφανο –τσιγκελωτό μουστάκι με κάμελ. Τα γενέθλια,  πολλές φορές τα ξεχνούσε και η ίδια η μάνα μας, ούτε λόγος να κεράσουμε στο σχολείο τους συμμαθητές μας ή να κάνουμε πάρτι και να καλέσουμε τους φίλους μας. Έπρεπε  να περάσουν αρκετά χρόνια για να ανακαλύψουμε τα κεράκια και την τούρτα. Στις ονομαστικές μας εορτές, γιόρταζαν μόνο τα αγόρια, τα κορίτσια δεν γιόρταζαν ποτέ.

Τα απογεύματα απαγορευόταν η κυκλοφορία έξω, κυρίως στους κεντρικούς δρόμους, γιατί, αν σε έπιανε το μάτι του δασκάλου, την άλλη μέρα ήσουνα για εξέταση ή τιμωρία. Εξαιρούνταν οι μέρες που πηγαίναμε στο κατηχητικό, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις θεωρούνταν υποχρεωτικό.  Βέβαια, πάντα βρίσκαμε χρόνο για παιχνίδι, στις γειτονιές μας, στα σοκάκια. Παίζαμε ομαδικά παιχνίδια, όπως κατσιλένα, τα μπίλια, πουάρκα, λαστιχάκι, σπιτάκια και τόσα άλλα.  Πολλές φορές κουβαλούσαμε κάποια από τα παιχνίδια μας στο σχολείο: τις μπίλιες, τις φωτογραφίες με ποδοσφαιριστές ή ηθοποιούς και άλλες φορές τις φούρκες δεμένες με σχοινιά που ήτανε τα μουλάρια μας.

Θα διαβάζετε τόση ώρα και θα απορείτε γιατί τα γράφω όλα αυτά, θα σας εξηγήσω. Κάθε μεσημέρι παίρνω τα κορίτσια μου από τον παιδικό, που εγώ δεν πήγα, και από το δημοτικό, που μάλλον έχει αλλάξει πάρα μα πάρα πολύ.

Η Καλλιόπη στον παιδικό αρχίζει να μαθαίνει αγγλικές λέξεις και κάνει μπαλέτο. Η Ευτυχία στο Δημοτικό έχει τέσσερις διαφορετικούς δασκάλους, εκτός από τη δασκάλα της, κύριο για τα εικαστικά, κυρία για τη μουσική, κυρία στα Αγγλικά, κυρία στη Θεατρική Αγωγή, κύριο στο ολοήμερο που κρατάει τα παιδιά ως τις τέσσερις το απόγευμα και δάσκαλο της πληροφορικής. Δεν προλαβαίνουμε να τρέχουμε από πάρτι γενεθλίων σε πάρτι για τη γιορτή κάποιας φίλης της. Και τα απογεύματα των κοριτσιών μου είναι γεμάτα σχεδόν όλες τις μέρες της εβδομάδας. Τρέχουμε από το μπαλέτο στη μουσική, από τη μουσική στο κολυμβητήριο και από το κολυμβητήριο στους παραδοσιακούς χορούς.  Οι εκδρομές ονομάζονται πλέον  περίπατοι και γίνονται με λεωφορείο, έχουν εκπαιδευτικό χαραχτήρα και για παιχνίδια κουβαλάνε τάμπλετ ή κινητά τηλέφωνα, και έχουν άποψη για το τι θα φορέσουν.

Σίγουρα οι εποχές αλλάζουν, σίγουρα τα ερεθίσματα αυξάνονται και η πρόοδος θεωρείται αναπόφευκτη, αλλά νομίζω πως υπάρχει τεράστιο χάσμα ανάμεσα στη μια και την άλλη γενιά. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες, όσες φορές μας επισκέπτονται και βλέπουν τους ρυθμούς που τρέχουν τα παιδιά, αλλά και εμείς, απορούν με το πόσα πράγματα κάνουν τα παιδιά, για την ηλικία τους, και αναρωτιούνται:

- καλά βόι τσί βρέτς ντι του π΄ντικ΄ τσι έσου φουμιάλια σι ζμπράσκ΄, σούντου νίκα νίτσι… (καλά, εσείς θέλετε από την κοιλιά, με το που βγαίνουν τα παιδιά να μιλάνε, είναι μικρά ακόμη…).

Υπάρχει όμως μία ερώτηση που όσες φορές και αν την κάνουν δεν μπορώ να δώσω απάντηση στους παππούδες και φυσικά ούτε στον εαυτό μου τον ίδιο.

«Ποιος πέρασε καλύτερα στην παιδική του ηλικία, εμείς ή τα παιδιά μας…;  Θα έχουν τουλάχιστο ένα καλύτερο μέλλον από το δικό μας ή θα ζήσουν χειρότερα από εμάς…»

Τις παραπάνω αναπάντητες ερωτήσεις οι παππούδες τις συνοψίζουν με την ακόλουθη ερώτηση ή αν θέλετε διαπίστωση:

-          τσέ – τσέ, κάρι νου β΄ αντούσιμου  λα μπαλέτου σ΄ λα κουλημβητήριου π΄τσ΄του, αρμάσιτου  γκάγι…
(σαν δεν σας πήγαμε στο μπαλέτο και το κολυμβητήριο μείνατε τυφλοί … ).


Γιώργος Αθ. Μητώνας
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΙΒΑΔΙ φύλλο 57

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου