ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

«Μια δόση τσουρέκια …»


Πούσαι Λάζαρε και μην κοιμάσαι
Ήρθε η μάνα σου από την πόλη
Σου’φερε χαρτί και κομπολόϊ
Το Λάζαρο – το Λάζαρο το αβγό το καλαθάκι
Το καλάθακι θέλει αβγό
Η τσιόπη θέλει κουκόσου
Σήκω κυρά μου να μου δώσεις ένα αβγό
να πάω σ’άλλη πόρτα
σ’άλλη πόρτα καρτερεί με το σταυρό στο χέρι.
(ελπίζω να έκανε σωστό προγραμματισμό η συντακτική επιτροπή και να μην διαβάσετε αυτό το άρθρο αρκετές μέρες μετά με το Πάσχα. Γιατί θα είμαστε σίγουρα εκτός χρόνου μιας και θα πάμε πίσω είκοσι χρόνια, σε ένα Πάσχα στο Λιβάδι, ε, να μην είμαστε και εκτός εποχής)

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι για ένα Πάσχα στο χωριό πριν λίγες δεκαετίες.

Το Πάσχα ξεκινάει με τα χαιρονύμφια (υποθέτω από το «χαίρε νύμφη ανύμφευτε» του ακάθιστου ύμνου), τους χαιρετισμούς στα ελληνικά. Κάθε Παρασκευή βράδυ μόλις χτυπούσαν οι καμπάνες όλοι πηγαίνανε στην εκκλησία. Τι άλλο είχαμε να κάνουμε άλλωστε τότε; Μήπως να δούμε «η ζωή μιας άλλης» ή «τα μυστικά της Εδέμ» που τώρα βλέπουν καθημερινά οι γυναίκες ή είχαμε λεφτά για να πάμε στις καφετερίες ή κάπου αλλού για να ξεφύγουμε λίγο από τα καθημερινά;
Εξάλλου, κάθε Παρασκευή, μετά την απόλυση της εκκλησίας μπορούσες να φας κάτι γλυκό. Όσοι είχαν πεθαμένους εκείνη την χρονιά έφερναν στάρι στην εκκλησία και το μοίραζαν στο τέλος. Βέβαια καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας όταν οι κοπέλες παρακολουθούσαν τον εκκλησιασμό μέσα από τα βιβλιαράκια τους, που είχαν αγοράσει από τον θείο Αριστοτέλη, και έψαλλαν το «άσπιλε», εμείς τα αγόρια τσεκάραμε τα καλύτερα στάρια. Βλέπαμε πιο είχε τα πιο πολλά καρύδια ή αμύγδαλα και πια είχανε τα πιο πολλά ασημένια διακοσμητικά, τα οποία ήταν σαν καραμέλες. Αφού λοιπόν σταμπάραμε τα καλύτερο, περιμέναμε να βρούμε ποια θεία είχε αυτό το στάρι. Έτσι μπαίναμε πρώτοι  - πρώτοι στη σειρά για να φάμε. Και όταν λέμε «τρώγαμε» εννοούμε με τα χέρια. Οι θείες που είχαν τα στάρια έβγαζαν ένα κουτάλι από την τσάντα και μας έβαζαν στην χούφτα μας μια κουταλιά στάρι (πολλές φορές και δύο), ούτε κουπάκια δηλαδή, ούτε κουταλάκια, σε ελάχιστες περιπτώσεις ένα κομμάτι λαδόχαρτο.
Έτσι μετά τους χαιρετισμούς έφτανε το Σάββατο του Λαζάρου. Από το απόγευμα της Παρασκευής πηγαίναμε να μαζέψουμε μάλαντα. Στην ουσία ψάχναμε για λουλούδια με πιο γνωστά το ψωμί του κούκου και τα μάλαντα (τα οποία δεν γνωρίζω την κανονική ελληνική τους ονομασία) . Γεμίζαμε λοιπόν ένα δίσκο με λουλούδια και στη μέση βάζαμε μια μικρή εικονίτσα. Ξεκινούσαμε το πρωί το Λαζάρου και «πλαλούσαμε» από σπίτι σε σπίτι λέγοντας το Λάζαρο και μαζεύοντας λεφτά.
Μετά ερχόταν η Κυριακή των Βαΐων και το έθιμο απαιτεί ψάρι. Το μόνο ψάρι που υπήρχε στο χωριό ήταν ο παστός μπακαλιάρος, για τον οποίον μέρες πριν οι μπακάληδες είχαν αρχίσει να παινεύονται, σαν ένα είδος διαφήμισης της εποχής. Αυτός ο μπακαλιάρος ήταν κομμένος σε τόσο μεγάλα κομμάτια που θα μπορούσε να πουλιέται και με το μέτρο. Ο μπακαλιάρος συνοδεύονταν συνήθως από «ταλιατόριου» (Βούλα την συνταγή) Το ταλιατόριου είναι ένα είδος σκορδαλιάς από παλιό ψωμί, καρύδια, ξύδι, λάδι και πολύ σκόρδο. Την ίδια μέρα στην εκκλησία ο παπάς μοίραζε βάϊα, την οποία μόλις παίρναμε ψάχναμε να βρούμε πόσα αρνιά θα φάμε το Πάσχα, μετρώντας τα μπουμπούκια που είχε το κάθε κλωνάρι. Θα ήταν παράληψή μου να μην αναφέρω πως την ημέρα των Βαΐων βάζαμε για πρώτη φορά τα καινούρια ρούχα που μας είχαν αγοράσει οι γονείς για το Πάσχα.
Έτσι φτάνουμε στην Μεγάλη Εβδομάδα. Ήδη από τις Αποκριές και μετά ήμασταν σε νηστεία λόγω των ημερών και το κρέας που τρώγαμε έστω και μια φορά την Κυριακή είχε εξαφανιστεί από το τραπέζι. Την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί λοιπόν, σχεδόν όλο το χωριό κοινωνούσε, και μετά την εκκλησία οι γυναίκες βάφανε τα κόκκινα αβγά και ζυμώνανε τα τσουρέκια με δόσεις. Τότε ήταν η μοναδική φορά που κάποιος έκανε κάτι με δόσεις. Ρωτούσε παράδειγμα η μάνα μου την αδερφή της την Αννούλα
-     βα αντρέμ τσιουρέκι; (θα κάνουμε τσούρεκια;)
-     Ε, κουμ νου βα αντρέμ τ λα Πάστι; (ε, πως δεν θα κάνουμε για το Πάσχα;)
-     Κούτ βα αντραμ, ούν ή ντουάου δόσει; (πόσες δόσεις θα κάνουμε, μία ή δύο;)
-     Τσι ντουάου ντίσι σ’αντζούντσι (τι δύο, μισή φτάνει)
Σήμερα όμως οι δόσεις είναι καθημερινά μέσα στην ζωή μας για όλα τα άλλα πράγματα εκτός από τα τσουρέκια. Την ίδια μέρα το βράδυ γινόταν η σταύρωση, ακούγαμε την τσίγκα και μας ραντίζανε με κολόνια Μυρτώ.

Την Μεγάλη Παρασκευή από το πρωί οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα ενώ όλα τα νέα κορίτσια και αγόρια γυρίζανε από επιτάφιο σε επιτάφιο με τα καινούρια τους ρούχα. Το βράδυ είχαμε την έξοδο των επιταφίων και στον δρόμο από όπου περνούσε ο επιτάφιος, οι γυναίκες της γειτονιάς καίγανε θυμίαμα. 

Το Μεγάλο Σάββατο από το πρωί οργασμός σε όλο το χωριό. Σε κάθε υπόγειο αναστέναζαν τα τσιγγέλια. Αναστέναζαν κυριολεκτικά μια και τα αρνιά έφταναν τότε και τα 20 κιλά. Τότε δεν υπήρχαν χοληστερίνες ή τριγλυκερίδια όπως σήμερα που ψάχνουμε να βρούμε μικρά και άπαχα αρνάκια. Για κατσίκια δε, ούτε λόγος, μόνο οι «γκαγκάνοι» και οι άρρωστοι τα τιμούσαν. Στις κουζίνες των σπιτιών γινότανε χαμός. Στη μια κατσαρόλα μέσα στο νερό ήταν το κεφάλι από το αρνί, δίπλα στο ταψί τα έντερα και η συκωταριά και στην μεγάλη κατσαρόλα τα ψιλοκομμένα φρέσκα κρεμμυδάκια για τα μπατζαβούσα. Στους δρόμους ο κόσμος πηγαινοέρχεται όχι τόσο για τα ψώνια των ημερών (άλλωστε που λεφτά), όσο οι σφάχτες που γυρίζανε από σπίτι σε σπίτι, τα παιδιά και οι έμποροι που μάζευαν δέρματα καθώς και τα παιδιά των κτηνοτρόφων που μοίραζαν γάλα με τις κανάτες σε όσους είχαν υποχρέωση, για να κάνει η νοικοκυρά το γιαούρτι για τη μέρα του Πάσχα. Το βράδυ όλο το χωριό πήγαινε στην εκκλησία για την ανάσταση, με τις λαμπάδες από το σπίτι και τα κεριά που είχαν προμηθευτεί μέρες πριν από το μπακάλικο για όλες τις άγιες ημέρες.
Μετά την εκκλησία και αφού φέρνανε πρώτα το φως της ανάστασης στο σπίτι, στις προβάτες και στα μνήματα ήταν η ώρα για τα μπατζαβούσα. Σκέψου τώρα, να είσαι από νηστεία, να γυρίσεις δύο η ώρα το βράδυ και το πρώτο πράγμα που θα φας να είναι η Λιβαδιώτικη μαγειρίτσα τα «μπατζαβούσα» (εντόσθια, ρύζι, κρεμμυδάκια φρέσκα, άνιθο χωρίς καθόλου ζουμί).
Την Κυριακή το πρωί το ψήσιμο στην σούβλα δεν είναι καθολικό. Δεν σουβλίζουν όλοι. Κάποιοι προτιμούν το μισό αρνί στο φούρνο με τις υπέροχες πατάτες, μάλλον για λόγους οικονομίας. Πριν το μεσημεριανό τα κουμπαρούλια θα πάρουν το «κανίστι» σκεπασμένο με το καλύτερο σεμέ, λίγα κόκκινα αβγά, μια κανατούλα με κρασί και ζάχαρη για να επισκεφθούν τον νονό και να πάρουν τις ευχές. Τα παιδιά θα δώσουν το ζυμωτό σπιτικό ψωμί με ανάγλυφα σχέδια «κανίστι» και η νονά θα τους δώσει συμβολικό χρηματικό ποσό και πρακτικά και χρήσιμα δώρα όπως: καινούρια ζακετούλα, μπλουζίτσα, κάλτσες κ.α. Οι νονοί μας «ντι λα Παπαζάρι» αυτά μας προσφέρανε. Να’ ναι καλά οι άνθρωποι, φορούσαμε τα ρούχα τους και τους ευγνωμονούσαμε για χρόνια. Όχι όπως τώρα που οι νονοί ξεπαραδιάζονται για να πάρουν μια λαμπάδα και ένα από τα παιχνίδια των διαφημίσεων.
Έτσι τελείωνε το Πάσχα. Οι μεγάλοι βέβαια, από τις πολλές μέρες της νηστείας και την απότομη κατανάλωση κρέατος είχαν κάποιες τακτικότατες επισκέψεις με το ναγκιό. Αυτό όμως συμπεριλαμβάνεται στις παράπλευρες απώλειες της εποχής εκείνης, σε αντίθεση με τις δικές μας αιματολογικές εξετάσεις μετά τις γιορτές.
Αυτά με το Πάσχα στο χωριό, τώρα όμως πρέπει να σας αφήσω μιας που η κόρη μου είδε καινούρια λαμπάδα στην τηλεόραση και δεν με αφήνει να γράψω άλλο.
Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση σε όλους.

Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2010ΤΕΥΧ 34 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου