ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Σαν σήμερα 9 Μάη 1936... "Επιτάφιος".




Σαν σήμερα το 1936 οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης βάφονται με εργατικό αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά. Ο Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο απεργιακό σταθμό του εργαζομένων πριν τη δικτατορία Μεταξά.
Το απεργιακό κύμα ξεκίνησε στις 29/4 από τους καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, για να επεκταθεί στη συνέχεια και στους υπόλοιπους κλάδους.
Στις 8/5 οι απεργοί καπνεργάτες και κλωστοϋφαντουργοί δέχονται άγρια δολοφονική επίθεση από τις δυνάμεις καταστολής προκαλώντας πραγματικό παλλαϊκό ξεσηκωμό. Δεκάδες απεργοί τραυματίζονται και ακόμα περισσότεροι συλλαμβάνονται.

Στις 9/5, η εργατική τάξη της Θεσσαλονίκης διαδηλώνει μαζικά την αγανάκτησή της για τη βίαιη καταστολή των απεργών. Το κράτος όμως απαντά με ακόμα μεγαλύτερη αγριότητα: 10 εργάτες βάφουν με το αίμα τους δρόμους της πόλης. Πρόκειται για τους Σ. Γιαμτοβό, Χ. Ευαγγέλου, Σ. Μασαράνο, Τ. Τούση, Δ. Αχλαμίδη, Ε. Αδαμαντίδη, Ι. Πανόπουλο, Δ. Λαγινά, Α. Χαραλαμπίδου και Α. Καρανικόλα. Η λαϊκή οργή ξεχειλίζει, ο στρατός ενώνεται με τους απεργούς και ο εργαζόμενος λαός γίνεται κύριος της πόλης για 36 περίπου ώρες. Η κυβέρνηση Μεταξά στέλνει νέες ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη και καταστέλλει τους απεργούς.
Στις 13 Μάη, μέσα σε ατμόσφαιρα οργής και αγανάκτησης για το αιματοκύλισμα του λαού της Θεσσαλονίκης και με το σύνθημα να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά, γίνεται 24ωρη πανελλαδική απεργία με μεγάλη επιτυχία. Οι απεργοί υπολογίζονται σε πάνω από 300.000.

Στη φωτογραφία: Ο πρώτος νεκρός της 9ης Μάη, ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο θρήνος της μητέρας του μένει στην αιωνιότητα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου...



Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):




I

    Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
    πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίωκαὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
    Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
    τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνακαὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
    Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμηπῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
    Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνωκαὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
    Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνεικι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
    Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγωκαὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω. 


    II

    Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
    Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχηχωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;
    Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.
    Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.
    Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
    Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;
    Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
    Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσωκι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου