ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ ''ο χουιλ’τκος''



Ο κάθε  άνθρωπος έχει τις δικές του ιδιοτροπίες, τα δικά του «χούια». Ένα δικό μου, θα σας αποκαλύψω σήμερα και θα προσπαθήσω να δώσω και μια ερμηνεία για το πώς το  απέκτησα. Πριν σας πω για την ιδιοτροπία μου, είμαι σίγουρος πως θα χαρεί η γυναίκα μου που θα την μοιραστώ μαζί σας, για να έχει να λέει τι τραβάει μαζί μου! «Tσι τι άου λούμια στ μπούνου…» (Που σε έχει ο κόσμος και για καλό…), όπως μου λέει.
 Βέβαια, εγώ τις απαντώ πως ο καθένας μας έχει τις δικές του ιδιοτροπίες, όσο παράξενες και αν φαίνονται στον απέναντι, και συνήθως δεν τις αποκαλύπτει. «Κάθι ούνου σ’ντου κ’τσούλ’ σλι άρι» (Ο καθένας κάτω από το καπέλο του τις έχει ).

Το δικό μου χούι, λοιπόν, που θα μοιραστώ μαζί σας είναι το εξής:

Δεν μπορώ, δυσκολεύομαι, δεν  μ’αρέσει το παλιό ψωμί ούτε καν το χθεσινό. Και όταν μιλάμε για παλιό ψωμί δεν εννοώ μόνο το αγορασμένο από τον φούρνο, αλλά και το ζυμωτό από το σπίτι όταν σπάνια, σήμερα, το βρίσκω.

Την  παρασκευή του ψωμιού τη θυμάμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από τότε που έχω μνήμες. Θυμάμαι, λοιπόν, μες τον ύπνο ακόμη, άγρια χαράματα, τη μάνα μου, με το καλέμι στο κεφάλι, να αγκομαχά πάνω από τη σκάφη (κ’πιστιάρια) στα γόνατα, με τα μανίκια σηκωμένα,  να κοσκινίζει το αλεύρι με τη σήτα και να ζυμώνει. Από το προηγούμενο βράδυ, είχε βγάλει αλεύρι από το αμπάρι στο υπόγειο και είχε πιάσει μαγιά «ακάτς αλουάτου».

Αφού είχε ζυμώσει το ζυμάρι, το τοποθετούσε κάτω από τις κουβέρτες και το σκέπαζε για να φουσκώσει,  «σι ι γίνι». Στη συνέχεια έβαζε στο πινακατό(πινακωτή), το μισάλι(μεσάλι) για να μπουν μέσα στις αντίστοιχες θέσεις τα ψωμιά. Έτσι, το ψωμί ήταν έτοιμο για τον φούρνο στην πλατεία. Βέβαια, πριν το πάνε στο φούρνο, το σημάδευαν με ένα φύλλο από λουλούδι ή ό,τι άλλο,  για να μην μπερδευτούν τα καρβέλια με κάποιου άλλου. Στα χρόνια τα δικά μου δεν πρόλαβα το ψήσιμο του ψωμιού στον φούρνο της αυλής με τα τσάχνα. Κάποιες φορές μόνο, στις μεγάλες φουρτούνες, θυμάμαι τη μάνα να ψήνει το ψωμί στην ξυλόσομπα, στη μασίνα.


Με λίγο ζυμάρι, που συνήθως περίσσευε, αν προλάβαινε, θα έκανε ένα «μπιζντριμέ» και θα το φούρνιζε επιτόπου πασπαλισμένο με λίγο τυρί ή γκίζα (ούρδα).

Ιδιαίτερες περιπτώσεις ψωμιού, αξίζει εδώ να σημειώσω, αποτελούσαν το κανίσκι, με τα περίτεχνα κεντήματα που σχεδιάζονταν και ζυμώνονταν για το έθιμο του πουτρόψωμου πριν το γάμο ή για τις γιορτές, η κουμάτα που μοιραζόταν στα μνημόσυνα, λίγο παλιότερα η «τούρτα», που γινόταν από καλαμποκίσιο αλεύρι ή κανονικό και την πήγαιναν, αντί δώρου συνήθως, οι κοντινοί συγγενείς σε κάποιο οικογενειακό γεγονός  και τέλος δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το σκυλόψωμο που γινόταν με σικάρα ( βρίζα ) και προοριζόταν για τα σκυλιά.

Το μεσημέρι, λοιπόν, το ψωμί έχει ψηθεί και οι άντρες, που το πρωί φύγανε με ζυμάρια,  τώρα επιστρέφουν με πλαστάρια αχνιστά και ροδοκόκκινα που εξέχουν από το πινακατό.

Σίγουρα, κάποιοι θα έχετε αρχίσει να αναρωτιέστε ποιο από τα παραπάνω με έκανε να αποκτήσω την ιδιοτροπία, το χούι ντε που λέγαμε και στην αρχή…  Όμως, φίλοι μου, δεν ήταν ούτε το πρωινό ξύπνημα «ντι του χ’ρ’γίι» ούτε η αγγαρεία να φέρεις το ψωμί -το δικό σου ή κάποιου γείτονα- στο φούρνο και να το κουβαλήσεις πίσω. Είναι εκείνο το αχ που έχει στοιχειώσει μέσα μου, που δεν θυμάμαι ποτέ τη μάνα μου να σπάει μια κούα(κόρα) από εκείνο το φρεσκοψημένο αχνιστό ψωμί «προυάσπ’τα»,  και να μου δώσει να φάω σκέτο έστω και χωρίς τυρί «μπλάνα». Μόνο αν ήταν στις πολύ καλές της, θα έσπαζε ένα μικρό «κ’λ’κ’νίκου» να μας δώσει. Τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, μόλις το ψωμί ερχόταν από το φούρνο, το έπαιρνε και το σκέπαζε για να μην «χαλάσει»,  να φτουρήσει για όλη την βδομάδα.

Ακούω πολλούς να λένε τώρα «Άρε και να είχαμε λίγο ζυμωτό ψωμί με λίγο τυρί ή δυο ελιές», και τα μάτια τους σπινθηρίζουν, ενώ εγώ απορώ: άραγε το λιμπίζονται ως ανεκπλήρωτο πόθο όπως και εγώ ή αυτοί έχουν στο στόμα τη γλυκιά γεύση από τα παλιά -γιατί το τρώγανε ζεστό- που θέλουν να ξαναγευτούν; Καλές αναμνήσεις από το ζυμωτό ψωμί έχω μόνο όταν το βάζαμε στο φούρνο της σόμπας (μπ’ρτζ’λίτου) με λίγο κεφαλοτύρι ή στις νοστιμότατες παπάρες του τραχανά και της «τζάμας».

Τι να θυμηθώ από το ζυμωτό ψωμί, τα «τζ’ντζ’νια», που με ό,τι και αν σου τις δίνανε, ακόμη και αν το ψωμί ήτανε μια βδομάδας, λέγανε: φάε πολύ ψωμί και λίγο τυρί, ελιά ή ό,τι άλλο το συνόδευε. Να θυμηθώ τις τεράστιες φέτες «στάσλι» με ζάχαρη και καφέ, που όταν έτρωγες την ψύχα «νέτζου», η «κούα» έφτανε μέχρι τα αυτιά «κα ακουστικέι ντι γιάτρου» (σαν ακουστικά από γιατρό). Να ξεχάσω που τρώγαμε ψωμί από το σπίτι με ψωμί από το «καλό», δηλαδή το αγορασμένο από τον φούρνο, ή μήπως ξεχνιούνται οι φοβέρες που εξαπολύονταν για να φάμε και την τελευταία μπουκιά, «μη, μάνα, δεν κάνει να αφήσουμε την τελευταία μπούκα, θα σε αφήσει η νύφη» και πως, αν έτρωγες τη γωνία από την κουιά (κόρα), θα σε αγαπούσε η πεθερά…

Και μέσα σε όλα τα παραπάνω να έχεις και την απορία και το θυμό κάθε φορά που άκουγες τους μεγάλους να λένε:

-          Άιντε  τσι ου τρ’κούμ αουά, π’νι κου κάσου;(άιντε τι το περάσαμε εδώ, ψωμί με τυρί;)

Τι να τους πεις, για ποιο ψωμί λέτε και για ποιο τυρί, που για το ψωμί τα είπαμε παραπάνω, αλλά και όταν ζητούσαμε λίγο τυρί παραπάνω λέγανε:

-καλά τσί αβέμ αουά, νίλι ντι όι  ή χίμου λα Καρανίκα; (καλά τι έχουμε εδώ, τα χίλια πρόβατα ή είμαστε στου Καρανίκα;)

Για το χούι, λοιπόν, που έχω, δεν ξέρω αν οι αιτίες είναι τα παραπάνω, δεν ξέρω αν είμαι πολύ ανάποδος, ιδιότροπος, στρ’μπος (στραβός), ή αν νομίζουν κάποιοι «τσέ-τσε κάστι ντι ακάρι σόι ιάστι» (ποιος ξέρει από ποιο σόι είναι), εγώ πάντως το μοιράστηκα μαζί σας και τα συμπεράσματα δικά σας…



Υ.Γ. Επειδή τη μάνα μου την έχω αναφέρει αρκετές φορές στα άρθρα μου και γενικώς ν’αντρ’μου πιργέλιου και επειδή λίγο μετά την έκδοση της εφημερίδας εορτάζεται η γιορτή της μητέρας, θέλω να αφιερώσω αυτό το άρθρο στη μάνα με τα σκασμένα χέρια από το πλύσιμο των ρούχων, της αυλής ή του σοκακιού, από το δικέλλι της πατάτας και τα χωράφια, τη μάνα με το καλέμι και το πιστιμάνι που δεν τελείωνε από τις δουλειές και τα πούρπιρια, την μάνα που στα χρόνια μας ήταν ο παιδίατρος και ο καθηγητής ιδιαιτέρων στα μαθήματα, τη μάνα που έβγαλε ασπροπρόσωπους όλους στον αρραβώνα, τον γάμο, την κηδεία, το μνημόσυνο, στην μάνα που είχε μια τσάντα, ένα ταγιέρ, ένα ζευγάρι παπούτσια και τη μάνα με τα ορολά, το σκέπι, ή το ρολό, που ήξερε το κομμωτήριο μόνο για κούρεμα, στη μάνα που αγωνιά μέχρι σήμερα, που έγινα πατέρας και σαράντα χρονών, και ακόμη ρωτάει αν έφαγα και αν ντύθηκα καλά, τέλος στην μάνα που και  με την παντόφλα στο χέρι  μου έδωσε πράξη και με έκανε άνθρωπο, στη Λιβαδιώτισσα μάνα, στη μάνα μου… !

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘ. ΜΗΤΩΝΑΣ 


ΣΚΙΤΣΑ : Σαλαβέρης Λάζαρος

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΙΒΑΔΙ τευχος  52 Φεβρουάριος Μάρτιος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου