ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ ( Εν Λιβαδίω)



Για άλλη μια φορά ένα εξαιρετικό κείμενο απο την Γλύκα (μας) που σημαδεύει τον νού και την καρδιά κάθε Λιβαδιώτη και όχι μόνο με τέτοια γραπτά ...
Υ.Γ. Θερμή παράκληση να μας χαρίσει και άλλα τέτοια (Λιβαδιώτικα) ''ποιήματα''
Απολαύστε...

  
Καρδιά του χειμώνα, Χριστούγεννα, λίγα χρόνια πριν. Κρύο, χιόνι πάνω στο χιόνι, τα σπίτια, τα μαγαζιά, οι δρόμοι φωτισμένοι!Είχα μπουκώσει από τον καπνό, είχα βαρεθεί, είχα νυστάξει και είπα να φύγω σπίτι μου. Το θερμόμετρο στο δρόμο έδειχνε μείον.Φτάνοντας στον Άγιο Κωνσταντίνο, αποφάσισα να περπατήσω ως την είσοδο στο Κιόσκι. Το δέντρο, το ξεχωριστό δέντρο του σχολείου είχε λυγίσει από το βάρος του χιονιού.

Μου αρέσει αυτό το δέντρο, είναι ιδιαίτερο, είναι το δεντράκι της παιδικής μας σχολικής ζωής. Οι δάσκαλοί μας , όταν είχε καλό καιρό, έβγαζαν τις καρέκλες τους και κάθονταν κάτω από τον ίσκιο του. Εμείς σαν μελίσσι γύρω- γύρω.
Θυμάμαι τον Θωμά τον Φακαλή που ερχόταν με τον δίσκο και καθώς τραβούσε το καπάκι, έβγαζε μια μια τις κρέμες, σε κάτι γυάλινα, τετράγωνα μπολ. Τέλος πάντων, ξέφυγα...
Έφτασα στην είσοδο και αποφάσισα να μπω στο πάρκο. Έτρεμα από το κρύο, αλλά μου άρεσε αυτή η κάτασπρη ερημιά. Άδειαζε το μυαλό μου...
Άκουγα την ανάσα μου, δεν φυσούσε καθόλου, τα αστέρια τριζάτα στον ουρανό.Για πολλοστή φορά σκέφτηκα πόσο δειλή είμαι που δεν πήρα μια πέτρα να κοπανήσω μια κατακέφαλη στη γοργόνα με το ψάρι ψηλά.Θυμήθηκα το συντριβάνι των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων.
Τη μέρα των Φώτων, το σταυρό, εμείς παιδιά μπαίναμε ανάμεσα στους μεγάλους και ακουμπούσαμε το πεζούλι του συντριβανιού. Οι άντρες και τα αγόρια από τις τρεις ενορίες με τα τεράστια ξύλινα φλάμπουρα, <<΄Έεεεχοπ, έεεεεχοπ, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον!>>
Οι μνήμες με ζόρισαν, γύρισα επιτόπου, στο αριστερό μου χέρι, στο παγκάκι προς το σημερινό Ηρώον κάτι κινήθηκε. Είπα να μην κοιτάξω, κάποιο ζευγαράκι που δε λογαριάζει κρύο, σκέφτηκα.
Ένας μακρόσυρτος λυγμός με έκανε και ξεπέρασα τις αναστολές μου. Πλησίασα ανήσυχη .Εκείνος είχε σκυμμένο το κεφάλι και έκλαιγε. Μπουφανάκι, τζιν παντελόνι, ούτε κουκούλα, ούτε γάντια.
<< Γεια, τι κάνεις εδώ...θα παγώσεις>> Είπα. Σήκωσε το κεφάλι.
Γνωστό παλικαράκι. Λέγαμε μια καλημέρα. Τα μάτια του κατακκόκινα, σηκώθηκε, << Γεια σου Γλύκα >> Ήταν λιώμα. Περπατήσαμε. Εκείνος τρεκλίζοντας , απορώ πως στεκόταν όρθιος , μονολογούσε: << Όλες κουφάλες είστε, τι ήθελε, πες τι ήθελε, ο άλλος καλύτερος είναι ρε Γλύκα, όχι πες; Ο άλλος καλύτερος είναι; >>
<< Τρία χρόνια παραμύθι, τώρα το παίζει κυρία... >>
Στον Άγιο Κωνσταντίνο έστριψα αριστερά. Εκείνος ευθεία.
Θυμήθηκα << Τον έρωτα στα χιόνια >>
Κάθε φορά που τον συναντώ, κοιταζόμαστε, θυμόμαστε εκείνο το βράδυ, αλλά δεν λέμε τίποτα. Φέτος το καλοκαίρι, τον ρώτησα: << Τι γίνεται, πότε λες να το κόψεις, πίνεις πολύ.>>
<< Όχι, πες ο άλλος είναι καλύτερος; >> Με ρώτησε με μάτια κόκκινα...

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΚΡΕΚΟΥ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου